ἀπόστημα: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(big3_6) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[distancia]] τῶν ἄστρων Simp.<i>in Cael</i>.471.4 (= Anaximand.A 19), τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν γῆν Arist.<i>Cael</i>.294<sup>a</sup>4, τῶν σφαιρῶν Arist.<i>Metaph</i>.1073<sup>b</sup>33, cf. Phld.<i>Sign</i>.9.18, 30, Eudox.<i>Fr</i>.10, Plu.2.935d, Hero <i>Aut</i>.24.2<br /><b class="num">•</b>ἐξ ἀποστήματος [[a distancia]] θεωρούμενα Epicur.<i>Ep</i>.[3] 91, cf. Ascl.<i>Tact</i>.1.2<br /><b class="num">•</b>ἐν ἀποστήματι [[a distancia]] συνεῖχεν Plb.1.9.4, cf. 3.95.6.<br /><b class="num">2</b> [[grado de alejamiento]] en la descendencia τοῖς ἀποστήμασι πρὸς τοὺς γονεῖς παντοδαπῶς ἔχειν Arist.<i>EN</i> 1100<sup>a</sup>26<br /><b class="num">•</b>[[alejamiento]], [[cosa alejada]] del hombre con respecto a las leyes del cosmos, M.Ant.2.16, 4.29.<br /><b class="num">3</b> en medic. [[absceso]], [[apostema]] [[ἀπόστημα]] προσδέχου ἐσόμενον ἔξω Hp.<i>Aph</i>.7.36, cf. Arist.<i>Pr</i>.885<sup>b</sup>31, Thphr.<i>Od</i>.59, Gal.17(1).958, <i>PMich</i>.660.8 (VI d.C.). | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[distancia]] τῶν ἄστρων Simp.<i>in Cael</i>.471.4 (= Anaximand.A 19), τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν γῆν Arist.<i>Cael</i>.294<sup>a</sup>4, τῶν σφαιρῶν Arist.<i>Metaph</i>.1073<sup>b</sup>33, cf. Phld.<i>Sign</i>.9.18, 30, Eudox.<i>Fr</i>.10, Plu.2.935d, Hero <i>Aut</i>.24.2<br /><b class="num">•</b>ἐξ ἀποστήματος [[a distancia]] θεωρούμενα Epicur.<i>Ep</i>.[3] 91, cf. Ascl.<i>Tact</i>.1.2<br /><b class="num">•</b>ἐν ἀποστήματι [[a distancia]] συνεῖχεν Plb.1.9.4, cf. 3.95.6.<br /><b class="num">2</b> [[grado de alejamiento]] en la descendencia τοῖς ἀποστήμασι πρὸς τοὺς γονεῖς παντοδαπῶς ἔχειν Arist.<i>EN</i> 1100<sup>a</sup>26<br /><b class="num">•</b>[[alejamiento]], [[cosa alejada]] del hombre con respecto a las leyes del cosmos, M.Ant.2.16, 4.29.<br /><b class="num">3</b> en medic. [[absceso]], [[apostema]] [[ἀπόστημα]] προσδέχου ἐσόμενον ἔξω Hp.<i>Aph</i>.7.36, cf. Arist.<i>Pr</i>.885<sup>b</sup>31, Thphr.<i>Od</i>.59, Gal.17(1).958, <i>PMich</i>.660.8 (VI d.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (ΑΜ [[ἀπόστημα]]) [[αφίστημι]]<br />[[συλλογή]] πύου σε [[κοιλότητα]] που σχηματίζεται από την [[εξέλιξη]] μιας φλεγμονής<br /><b>αρχ.</b><br />[[απόσταση]], [[διάστημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A distance, interval, ἀ. τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν γῆν Arist.Cael.294a4; τῶν σφαιρῶν Id.Metaph.1073b33, cf. Phld.Sign.9, etc.; ἐξ ἀ. θεωρεῖσθαι Epicur.Ep.2p.39U.; ὅπλα τὰ ἐξ ἀ. λεγόμενα Ascl.Tact.1.2. 2 degree of descent from an ancestor, τοῖς ἀ. πρὸς τοὺς γονεῖς παντοδαπῶς ἔχειν Arist.EN1100a26. 3 abscess, Hp. Aph.7.36, Arist.Pr.885b31, Thphr.Od.59.
German (Pape)
[Seite 327] τό, 1) Abstand, Entfernung, Arist. Eth. Nic. 1, 10, 5; Pol. 1, 9; ἐξ ἀποστήματος, aus der Ferne, 10, 30, 7. – 2) Absonderung; bei den Medic. Geschwür, Absceß.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόστημα: τό, διάστημα, διάλειμμα, ὡς τὸ ἀπόστασις Ι. 3, ἀπ. τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν γῆν Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 9· τῶν ἄστρων ὁ αὐτ. Μεταφ. 11. 8,11· τοῖς ἀποστήμασι πρὸς τοὺς γονεῖς παντοδαπῶς ἔχειν, ἐν σχέσει πρὸς χρονικὸν διάστημα ἢ κατ’ ἄλλους πρὸς ἠθικὴν ἑτεροιότητα καὶ ἀπόστασιν ἐκ τῶν προγονικῶν ἠθῶν, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 4 (ἔκδ. Κοραῆ σ. 15 καὶ 220). 2) ἀπόστημα, κυρίως μετὰ πυρετόν, Ἱππ. Ἀφ. 1259, πρβλ. Ἀριστ. Πρβλ. 6. 3, Θεοφρ. Ἀποσπ. 4. 61.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 éloignement, distance ; intervalle;
2 apostème, abcès.
Étymologie: ἀφίστημι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 distancia τῶν ἄστρων Simp.in Cael.471.4 (= Anaximand.A 19), τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν γῆν Arist.Cael.294a4, τῶν σφαιρῶν Arist.Metaph.1073b33, cf. Phld.Sign.9.18, 30, Eudox.Fr.10, Plu.2.935d, Hero Aut.24.2
•ἐξ ἀποστήματος a distancia θεωρούμενα Epicur.Ep.[3] 91, cf. Ascl.Tact.1.2
•ἐν ἀποστήματι a distancia συνεῖχεν Plb.1.9.4, cf. 3.95.6.
2 grado de alejamiento en la descendencia τοῖς ἀποστήμασι πρὸς τοὺς γονεῖς παντοδαπῶς ἔχειν Arist.EN 1100a26
•alejamiento, cosa alejada del hombre con respecto a las leyes del cosmos, M.Ant.2.16, 4.29.
3 en medic. absceso, apostema ἀπόστημα προσδέχου ἐσόμενον ἔξω Hp.Aph.7.36, cf. Arist.Pr.885b31, Thphr.Od.59, Gal.17(1).958, PMich.660.8 (VI d.C.).
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἀπόστημα) αφίστημι
συλλογή πύου σε κοιλότητα που σχηματίζεται από την εξέλιξη μιας φλεγμονής
αρχ.
απόσταση, διάστημα.