ἀποφλεγματίζω: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
(big3_6) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=medic. [[evacuar las flemas]] Dsc.2.159, Antyll. en Orib.8.10.2, Gal.11.769. | |dgtxt=medic. [[evacuar las flemas]] Dsc.2.159, Antyll. en Orib.8.10.2, Gal.11.769. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀποφλεγματίζω]] (Α)<br />(για φάρμακα) [[συντελώ]] στο να διαλυθούν και να βγουν τα φλέγματα. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
A purge away phlegm or cleanse from it, Dsc.2.159, Antyll. ap. Orib.8.10.2; promote the discharge of phlegm or mucus, Gal. 11.769, etc.
German (Pape)
[Seite 335] den Schleim abführen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφλεγματίζω: ἐνεργῶ ὡς καθαρτικὸν τῶν φλεγμάτων, ἀποφλεγματίζει δὲ σὺν σταφίδι διαμασηθὲν (τὸ πέπερι) Διοσκ. 2. 198 (189)· συντελῶ πρὸς ἐξαγωγὴν τῶν φλεγμάτων, Γαλην. 11. 769, κτλ.: -Οὐσιαστ. ἀποφλεγματισμός, οῦ, ὁ, αὐτόθι 5. 4· - ἐπίθ. ἀποφλεγματικός, ή, όν, Γαλην.
Spanish (DGE)
medic. evacuar las flemas Dsc.2.159, Antyll. en Orib.8.10.2, Gal.11.769.
Greek Monolingual
ἀποφλεγματίζω (Α)
(για φάρμακα) συντελώ στο να διαλυθούν και να βγουν τα φλέγματα.