ἄραδος: Difference between revisions

From LSJ

Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist

Menander, Monostichoi, 376
(big3_6)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰρᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[alteración]], [[irritación]] de la piel en contacto c. determinados medicamentos, Hp.<i>Morb</i>.4.56<br /><b class="num">•</b>de alimentos [[trastorno]] φακὸς ... ἄραδον ἐμποιεῖ Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 47, cf. Hp.<i>VM</i> 15, <i>Acut</i>.10<br /><b class="num">•</b>de la picadura del escorpión negro ἄ. κακός terrible dolor</i> Nic.<i>Th</i>.775.<br /><b class="num">2</b> [[agitación]], [[palpitación]] ἡ ἀπὸ τῶν γυμνασίων τῆς καρδίας κίνησις Hsch., ἄδηλον γὰρ εἰ ... [[ἀπεψία]] δέξαιτο τὸν ἐκ τῆς συνουσίας ἄραδον porque es dudoso que ... se añadiera una indigestión a la excitación del coito</i> Plu.2.654b.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Formación onomatopéyica, c. el mismo tema que [[ἄραβος]] y [[ἀράζω]], q.u., y el suf. de κέλαδος, ὅμαδος. < [[ἄραδος]] Ἄραδος > [[ἄραδος]], -ον<br />[[pequeño]] μορμύρους ἀράδους <i>Gp</i>.20.42, cf. dud. Hsch.α 6936.
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰρᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[alteración]], [[irritación]] de la piel en contacto c. determinados medicamentos, Hp.<i>Morb</i>.4.56<br /><b class="num">•</b>de alimentos [[trastorno]] φακὸς ... ἄραδον ἐμποιεῖ Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 47, cf. Hp.<i>VM</i> 15, <i>Acut</i>.10<br /><b class="num">•</b>de la picadura del escorpión negro ἄ. κακός terrible dolor</i> Nic.<i>Th</i>.775.<br /><b class="num">2</b> [[agitación]], [[palpitación]] ἡ ἀπὸ τῶν γυμνασίων τῆς καρδίας κίνησις Hsch., ἄδηλον γὰρ εἰ ... [[ἀπεψία]] δέξαιτο τὸν ἐκ τῆς συνουσίας ἄραδον porque es dudoso que ... se añadiera una indigestión a la excitación del coito</i> Plu.2.654b.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Formación onomatopéyica, c. el mismo tema que [[ἄραβος]] y [[ἀράζω]], q.u., y el suf. de κέλαδος, ὅμαδος. < [[ἄραδος]] Ἄραδος > [[ἄραδος]], -ον<br />[[pequeño]] μορμύρους ἀράδους <i>Gp</i>.20.42, cf. dud. Hsch.α 6936.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄραδος]], ο (Α)<br />[[αναταραχή]] στο [[στομάχι]], [[γουργούρισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός τ. λέξης της ιατρικής [[κυρίως]] ορολογίας, η οποία [[παρά]] τη [[χρήση]] της ως τεχνικού όρου [[είναι]] πιθ. ονοματοποιημένη (<b>[[πρβλ]].</b> [[άραβος]]). Ανήκει στις λέξεις με [[επίθημα]] -<i>δος</i>, οι οποίες [[είναι]] τεχνικοί ή εκφραστικοί τύποι αβέβαιης ετυμολογίας. Μία [[κατηγορία]] τέτοιων λέξεων προέρχεται από ουσιαστικά που δηλώνουν θόρυβο (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όμαδος</i>, [[ροίβδος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρᾰδος Medium diacritics: ἄραδος Low diacritics: άραδος Capitals: ΑΡΑΔΟΣ
Transliteration A: árados Transliteration B: arados Transliteration C: arados Beta Code: a)/rados

English (LSJ)

[ᾰρ], ὁ,

   A disturbance, τοῦ χρωτὸς ἄ. ποιεῖν Hp.Morb.4.56; ἄ. ἐμποιεῖν Id.Acut.(Sp.)47; also of foods, ἄ. ἔχειν Id.VM15; ἔχον ἄ. κακόν Id.Acut.10; palpitation of the heart, ἄ. κακός Nic.Th.775: generally, ὁ ἐκ τῆς συνουσίας ἄ. καὶ παλμός prob. in Plu.2.654b. (Prob. onomatop., like ἄραβος.)

German (Pape)

[Seite 343] ὁ, heftige Bewegung im Leibe, mir Knurren u. Kollern verbunden, Hippocr. Bei Nic. Th. 776 Herzklopfen, Schol. κίνησις σώματος μετὰ γυμνασίας καὶ ἀλγηδόνος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
agitation, perturbation, trouble, mouvement violent, bruit ; particul. t. de méd. battement violent du cœur, palpitation.
Étymologie: DELG prob. onomatopée.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [ᾰρᾰ-]
1 alteración, irritación de la piel en contacto c. determinados medicamentos, Hp.Morb.4.56
de alimentos trastorno φακὸς ... ἄραδον ἐμποιεῖ Hp.Acut.(Sp.) 47, cf. Hp.VM 15, Acut.10
de la picadura del escorpión negro ἄ. κακός terrible dolor Nic.Th.775.
2 agitación, palpitación ἡ ἀπὸ τῶν γυμνασίων τῆς καρδίας κίνησις Hsch., ἄδηλον γὰρ εἰ ... ἀπεψία δέξαιτο τὸν ἐκ τῆς συνουσίας ἄραδον porque es dudoso que ... se añadiera una indigestión a la excitación del coito Plu.2.654b.

• Etimología: Formación onomatopéyica, c. el mismo tema que ἄραβος y ἀράζω, q.u., y el suf. de κέλαδος, ὅμαδος. < ἄραδος Ἄραδος > ἄραδος, -ον
pequeño μορμύρους ἀράδους Gp.20.42, cf. dud. Hsch.α 6936.

Greek Monolingual

ἄραδος, ο (Α)
αναταραχή στο στομάχι, γουργούρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. λέξης της ιατρικής κυρίως ορολογίας, η οποία παρά τη χρήση της ως τεχνικού όρου είναι πιθ. ονοματοποιημένη (πρβλ. άραβος). Ανήκει στις λέξεις με επίθημα -δος, οι οποίες είναι τεχνικοί ή εκφραστικοί τύποι αβέβαιης ετυμολογίας. Μία κατηγορία τέτοιων λέξεων προέρχεται από ουσιαστικά που δηλώνουν θόρυβο (πρβλ. όμαδος, ροίβδος κ.ά.)].