ἆτος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
(big3_7)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. 1 [[ἄατος]].
|dgtxt=v. 1 [[ἄατος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />([[ατός]] μου, ατή μου, [[ατός]] σου, ατό του...) αυτός ο [[ίδιος]], [[μόνος]] του («[[ατός]] μου το [[θαμάζω]]», «ήρθε [[ατός]] του ο [[βασιλιάς]]», «ατή της εγκρεμίστηκε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ατός]] ανάγεται στην αυτοπαθή [[αντωνυμία]] <i>εᾱτού</i> [[αντί]] <i>εᾱυτού</i>. Η γεν. [[εαυτού]] [[καθώς]] και η δοτ. <i>εαυτῴ</i> [[επειδή]] προήλθαν από <i>εού [[αυτού]] και <i>εοί αυτῴ</i> αντιστοίχως, είχαν το -<i>α</i>- μακρό, [[πράγμα]] που συνετέλεσε στην [[αποβολή]] του υποτακτικού φωνήεντος -<i>υ</i>- και στη [[δημιουργία]] των τ. <i>εᾱτού</i> και <i>εᾱτώ</i>. Στη [[συνέχεια]] έγινε και αιτ. <i>εατόν</i> [[αντί]] <i>εαυτόν</i> και αργότερα <i>ατόν</i> [[αντί]] <i>εατόν</i>, από την οποία προήλθε η ονομαστική [[ατός]]].
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἆτος Medium diacritics: ἆτος Low diacritics: άτος Capitals: ΑΤΟΣ
Transliteration A: âtos Transliteration B: atos Transliteration C: atos Beta Code: a)=tos

English (LSJ)

ον, contr. for ἄατος.

German (Pape)

[Seite 388] zsgzgn aus ἄατος, unersättlich, πολέμοιο, μάχης, Il. 5, 388. 22, 218.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
insatiable de, gén..
Étymologie: contr. de ἄατος.

English (Autenrieth)

(for ἄ-ᾶτος, ἄω): insatiable.

Spanish (DGE)

v. 1 ἄατος.

Greek Monolingual

-ή, -ό
(ατός μου, ατή μου, ατός σου, ατό του...) αυτός ο ίδιος, μόνος του («ατός μου το θαμάζω», «ήρθε ατός του ο βασιλιάς», «ατή της εγκρεμίστηκε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ατός ανάγεται στην αυτοπαθή αντωνυμία εᾱτού αντί εᾱυτού. Η γεν. εαυτού καθώς και η δοτ. εαυτῴ επειδή προήλθαν από εού αυτού και εοί αυτῴ αντιστοίχως, είχαν το -α- μακρό, πράγμα που συνετέλεσε στην αποβολή του υποτακτικού φωνήεντος -υ- και στη δημιουργία των τ. εᾱτού και εᾱτώ. Στη συνέχεια έγινε και αιτ. εατόν αντί εαυτόν και αργότερα ατόν αντί εατόν, από την οποία προήλθε η ονομαστική ατός].