γαστριμαργία: Difference between revisions
Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank
(big3_9) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hp.<i>Int</i>.6<br />[[ingestión excesiva]], [[glotonería]], [[gula]] γ. ἰχθύων κεφάλων καὶ ἐγχελύων Hp.l.c., ὅπως μὴ ... διὰ γαστριμαργίαν ἀφιλόσοφον καὶ ἄμουσον πᾶν ἀποτελοῖ τὸ γένος Pl.<i>Ti</i>.73a, cf. <i>Phd</i>.81e, <i>Phdr</i>.238b, Arist.<i>EE</i> 1231<sup>a</sup>19, Plu.2.124e, 996e, Plot.3.6.5, LXX 4<i>Ma</i>.1.3, οἱ ἐν ταῖς ἑορταῖς ὑπὸ γαστριμαργίας πλήσαντες ἑαυτούς Plot.5.5.11, cf. Luc.<i>Am</i>.42, γ., ἡ τῶν πάντων κακῶν χορηγός <i>Corp.Herm</i>.6.3.15, cf. Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.97, Eus.Mynd.9, οὐδὲν γαστριμαργίας χεῖρον, οὐδὲν αἰσχρότερον Chrys.M.59.251, cf. 60.718, Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.2.81, ἵνα διὰ τῆς γαστριμαργίας ἡ [[διδασκαλία]] τοῦ λόγου κρατύνηται Apollon. en Eus.<i>HE</i> 5.18.2, κενοδοξία καὶ γ. Cyr.Al.M.77.1089A, cf. Gr.Nyss.<i>Mort</i>.55.22, Chrys.M.59.760, 61.782. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hp.<i>Int</i>.6<br />[[ingestión excesiva]], [[glotonería]], [[gula]] γ. ἰχθύων κεφάλων καὶ ἐγχελύων Hp.l.c., ὅπως μὴ ... διὰ γαστριμαργίαν ἀφιλόσοφον καὶ ἄμουσον πᾶν ἀποτελοῖ τὸ γένος Pl.<i>Ti</i>.73a, cf. <i>Phd</i>.81e, <i>Phdr</i>.238b, Arist.<i>EE</i> 1231<sup>a</sup>19, Plu.2.124e, 996e, Plot.3.6.5, LXX 4<i>Ma</i>.1.3, οἱ ἐν ταῖς ἑορταῖς ὑπὸ γαστριμαργίας πλήσαντες ἑαυτούς Plot.5.5.11, cf. Luc.<i>Am</i>.42, γ., ἡ τῶν πάντων κακῶν χορηγός <i>Corp.Herm</i>.6.3.15, cf. Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.97, Eus.Mynd.9, οὐδὲν γαστριμαργίας χεῖρον, οὐδὲν αἰσχρότερον Chrys.M.59.251, cf. 60.718, Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.2.81, ἵνα διὰ τῆς γαστριμαργίας ἡ [[διδασκαλία]] τοῦ λόγου κρατύνηται Apollon. en Eus.<i>HE</i> 5.18.2, κενοδοξία καὶ γ. Cyr.Al.M.77.1089A, cf. Gr.Nyss.<i>Mort</i>.55.22, Chrys.M.59.760, 61.782. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[γαστριμαργία]]) [[γαστρίμαργος]]<br />η [[ιδιότητα]] του γαστρίμαργου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A gluttony, Hp.Int.6, Pl.Phd.81e (pl.), Eus.Mynd.9, Andronic. Rhod.p.572 M.; pl., Luc.Am.42.
German (Pape)
[Seite 476] ἡ, Gefräßigkeit, Schlemmerei, Hippocr.; Plat. Tim. 73 a u. öfter; Luc. Amor. 42; mit λαιμαργία vrbdn Ath. X, 412 d.
Greek (Liddell-Scott)
γαστρῐμαργία: ἡ, λαιμαργία, ἀδηφαγία, Ἱππ. 534. 20, Πλάτ. Φαίδωνι 81E, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
gloutonnerie.
Étymologie: γαστήρ, μάργος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Int.6
ingestión excesiva, glotonería, gula γ. ἰχθύων κεφάλων καὶ ἐγχελύων Hp.l.c., ὅπως μὴ ... διὰ γαστριμαργίαν ἀφιλόσοφον καὶ ἄμουσον πᾶν ἀποτελοῖ τὸ γένος Pl.Ti.73a, cf. Phd.81e, Phdr.238b, Arist.EE 1231a19, Plu.2.124e, 996e, Plot.3.6.5, LXX 4Ma.1.3, οἱ ἐν ταῖς ἑορταῖς ὑπὸ γαστριμαργίας πλήσαντες ἑαυτούς Plot.5.5.11, cf. Luc.Am.42, γ., ἡ τῶν πάντων κακῶν χορηγός Corp.Herm.6.3.15, cf. Chrysipp.Stoic.3.97, Eus.Mynd.9, οὐδὲν γαστριμαργίας χεῖρον, οὐδὲν αἰσχρότερον Chrys.M.59.251, cf. 60.718, Gr.Nyss.Eun.3.2.81, ἵνα διὰ τῆς γαστριμαργίας ἡ διδασκαλία τοῦ λόγου κρατύνηται Apollon. en Eus.HE 5.18.2, κενοδοξία καὶ γ. Cyr.Al.M.77.1089A, cf. Gr.Nyss.Mort.55.22, Chrys.M.59.760, 61.782.
Greek Monolingual
η (AM γαστριμαργία) γαστρίμαργος
η ιδιότητα του γαστρίμαργου.