γύψος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(big3_10)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. tb. neutr. gypsum</i> Vitr.7.3.3, Isid.<i>Etym</i>.16.3.9<br /><b class="num">1</b> [[yeso]] Hdt.7.69, Pl.<i>Phd</i>.110c, Hp.<i>Nat.Mul</i>.32, Thphr.<i>Lap</i>.64, Luc.<i>Trag</i>.160, Vitr.l.c., Paus.1.40.4, 8.22.7, 9.32.1, <i>PLeid.X</i>.63, Gal.17(2).164, 182, <i>BGU</i> 952.4, 8 (II/III d.C.), Cels.2.33.3<br /><b class="num">•</b>usado como cosmético, D.C.61.7.4, <i>AP</i> 5.19 (Rufin.), Nonn.<i>D</i>.29.274, para hacer estatuas <i>Anecd.Helu</i>.273.34.<br /><b class="num">2</b> [[argamasa de yeso]] πλίνθος ... ἐν γύψῳ κείμενος ladrillo acoplado con yeso</i> D.S.2.10, cf. Ph.<i>Mech</i>.79.5, Arr.<i>An</i>.2.21.4.
|dgtxt=-ου, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. tb. neutr. gypsum</i> Vitr.7.3.3, Isid.<i>Etym</i>.16.3.9<br /><b class="num">1</b> [[yeso]] Hdt.7.69, Pl.<i>Phd</i>.110c, Hp.<i>Nat.Mul</i>.32, Thphr.<i>Lap</i>.64, Luc.<i>Trag</i>.160, Vitr.l.c., Paus.1.40.4, 8.22.7, 9.32.1, <i>PLeid.X</i>.63, Gal.17(2).164, 182, <i>BGU</i> 952.4, 8 (II/III d.C.), Cels.2.33.3<br /><b class="num">•</b>usado como cosmético, D.C.61.7.4, <i>AP</i> 5.19 (Rufin.), Nonn.<i>D</i>.29.274, para hacer estatuas <i>Anecd.Helu</i>.273.34.<br /><b class="num">2</b> [[argamasa de yeso]] πλίνθος ... ἐν γύψῳ κείμενος ladrillo acoplado con yeso</i> D.S.2.10, cf. Ph.<i>Mech</i>.79.5, Arr.<i>An</i>.2.21.4.
}}
{{grml
|mltxt=και ύψος, ο (AM [[γύψος]])<br />συνηθισμένο θειικό [[ορυκτό]], [[μεγάλης]] εμπορικής σημασίας, που αποτελείται από ένυδρο θειικό ασβέστιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[λέξη]] σημιτικής προέλευσης (<b>[[πρβλ]].</b> ακκαδ. <i>gassu</i>, αραμ. <i>gass</i><i>ā</i> «[[γύψος]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γύψινος]], [[γυψώνω]] (Α -<i>ώ</i>)<br /><b>μσν.</b><br />[[γυψίον]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[γυψώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γυψάδικο]], [[γυψάς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[γυψοειδής]], [[γυψοπλάστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>γυψοκάμινος</i>, [[γυψόκολλα]], [[γυψοκονία]], [[γυψοκονίαμα]], [[γυψόκονις]], [[γυψόλιθος]], [[γυψομάρμαρο]], [[γυψοπλαστική]], [[γυψοποιός]], [[γυψοπώλης]], [[γυψοσανίδα]], [[γυψουργός]], [[γυψωρυχείο]]].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γύψος Medium diacritics: γύψος Low diacritics: γύψος Capitals: ΓΥΨΟΣ
Transliteration A: gýpsos Transliteration B: gypsos Transliteration C: gypsos Beta Code: gu/yos

English (LSJ)

ἡ,

   A chalk, Hdt.7.69, Pl.Phd.110c.    II gypsum, Thphr. Lap.64, BGU952.8 (ii/iii A. D.).    III cement, Thphr.Lap.65, Ph. Bel.79.5; ἐν γύψῳ κείμενος embedded in cement, D.S.2.10, Arr.An. 2.21.4.

German (Pape)

[Seite 512] ἡ, Kreide, Her. 7, 69; Plat. Phaed. 110 c; – Gyps, Theophr.; Rufin. 14 (V, 19).

Greek (Liddell-Scott)

γύψος: ἡ, κιμωλία γῆ, Ἡρόδ. 7. 69, Πλάτ. Φαίδωνι 110C. ΙΙ. εἶδος ἀσβέστου μετ’ ὀξέος χαλκάνθου μεμιγμένης, gypsum, Θεόφρ. Λίθ. 64 κ ἑξ.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
gypse, plâtre.
Étymologie: DELG pê emprunt sémitique -- Babiniotis aram. gassā.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ

• Alolema(s): lat. tb. neutr. gypsum Vitr.7.3.3, Isid.Etym.16.3.9
1 yeso Hdt.7.69, Pl.Phd.110c, Hp.Nat.Mul.32, Thphr.Lap.64, Luc.Trag.160, Vitr.l.c., Paus.1.40.4, 8.22.7, 9.32.1, PLeid.X.63, Gal.17(2).164, 182, BGU 952.4, 8 (II/III d.C.), Cels.2.33.3
usado como cosmético, D.C.61.7.4, AP 5.19 (Rufin.), Nonn.D.29.274, para hacer estatuas Anecd.Helu.273.34.
2 argamasa de yeso πλίνθος ... ἐν γύψῳ κείμενος ladrillo acoplado con yeso D.S.2.10, cf. Ph.Mech.79.5, Arr.An.2.21.4.

Greek Monolingual

και ύψος, ο (AM γύψος)
συνηθισμένο θειικό ορυκτό, μεγάλης εμπορικής σημασίας, που αποτελείται από ένυδρο θειικό ασβέστιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λέξη σημιτικής προέλευσης (πρβλ. ακκαδ. gassu, αραμ. gassā «γύψος»).
ΠΑΡ. γύψινος, γυψώνω (Α -ώ)
μσν.
γυψίον
μσν.- νεοελλ.
γυψώδης
νεοελλ.
γυψάδικο, γυψάς.
ΣΥΝΘ. μσν.-νεοελλ. γυψοειδής, γυψοπλάστης
νεοελλ.
γυψοκάμινος, γυψόκολλα, γυψοκονία, γυψοκονίαμα, γυψόκονις, γυψόλιθος, γυψομάρμαρο, γυψοπλαστική, γυψοποιός, γυψοπώλης, γυψοσανίδα, γυψουργός, γυψωρυχείο].