ἐκμαστεύω: Difference between revisions
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
(big3_13) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[seguir el rastro de]], [[rastrear]] ὡς κύων νεβρὸν πρὸς [[αἷμα]] καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν A.<i>Eu</i>.247<br /><b class="num">•</b>fig. [[investigar]] τὰ Τααύτου Herenn.Phil.<i>Hist</i>.1.23. | |dgtxt=[[seguir el rastro de]], [[rastrear]] ὡς κύων νεβρὸν πρὸς [[αἷμα]] καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν A.<i>Eu</i>.247<br /><b class="num">•</b>fig. [[investigar]] τὰ Τααύτου Herenn.Phil.<i>Hist</i>.1.23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἐκμαστεύω]])<br />[[ανιχνεύω]], [[προσπαθώ]] να βρω και να [[φέρω]] στην [[επιφάνεια]] ([[συνήθως]] για υπόγεια ύδατα)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρακολουθώ]] με [[προσοχή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
A track out, ὡς κύων νεβρὸν πρὸς αἷμα ἐ. A.Eu.247, Ph. Bybl. ap. Eus.PE1.9.
German (Pape)
[Seite 769] ausspähen, aufsuchen, ὡς κύων νεβρόν Aesch. Eum. 238.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμαστεύω: ἰχνεύω, ἀνιχνεύω, ἰχνηλατῶ, Φίλων Βιβλ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 31D. - Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 247 ὁ Ἀττ. τύπος: ὡς κύων νεβρὸν πρὸς αἷμα... ἐκματεύομεν ἀποκατέστη ὑπὸ Δινδ., ὃν ἴδε ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rechercher, poursuivre.
Étymologie: ἐκ, μαστεύω.
Spanish (DGE)
seguir el rastro de, rastrear ὡς κύων νεβρὸν πρὸς αἷμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν A.Eu.247
•fig. investigar τὰ Τααύτου Herenn.Phil.Hist.1.23.
Greek Monolingual
(AM ἐκμαστεύω)
ανιχνεύω, προσπαθώ να βρω και να φέρω στην επιφάνεια (συνήθως για υπόγεια ύδατα)
αρχ.
παρακολουθώ με προσοχή.