ἔκπληξις: Difference between revisions
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
(big3_14b) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [jón. plu. nom. ἐκπλήξιες Hp.<i>Aër</i>.16]<br /><b class="num">1</b> [[aturdimiento]], [[confusión]], [[conmoción]], [[αἰτία]] γὰρ [[ἀνεπίδεικτος]] ἔκπληξιν ἐμφανῆ ἐμποιεῖ, διὰ δὲ τὴν ἔκπληξιν ἀπορεῖν [[ἀνάγκη]] τῷ λόγῳ una acusación infundada provoca un aturdimiento evidente y necesariamente a causa del aturdimiento nos encontramos sin razones</i> Gorg.B 11a.4, cf. Antipho 5.6, Th.4.55, ὁ φόβος ... εἰς ἔκπληξιν ἀνθρώπων [[ἄγει]] E.<i>Fr</i>.88a.3, τὴν πόλιν ἐς ἔκπληξιν καθιστάναι Th.6.36, Plb.3.81.6, c. gen. subjet. οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης Hp.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[asombro]], [[admiración]], [[pasmo]] εἰς ἔκπληξιν ... τὴν οἴκησιν ἀπηργάσαντο Pl.<i>Criti</i>.115d, cf. <i>IMEG</i> 150.2 (IV d.C.), τῆς ἐκπλήξεως γιγνομένης δι' εἰκότων Arist.<i>Po</i>.1455<sup>a</sup>17, cf. Alcid.1.28, Longin.15.2, Plot.1.6.4, <i>IMylasa</i> 531.12 (imper.), τὴν ἔκπληξιν ὑπερβολὴν θαυμασιότητος Arist.<i>Top</i>.126<sup>b</sup>14, cf. 17, «ἆ, ἆ»· ἔστι δὲ ἐπίρρημα ἐκπλήξεως Sch.Ar.<i>Pl</i>.1052, cf. Gr.Nyss.<i>V.Macr</i>.413.1, c. gen. obj. ὑπὸ τῆς ἐκπλήξεως τοῦ ἐμοῦ κάλλους Nil.<i>in Cant</i>.6.5<br /><b class="num">•</b>[[perplejidad]], [[extrañeza]] [[δέμας]] δείξασα σὸν ἔκπληξιν ἡμῖν ἀφασίαν τε προστίθης E.<i>Hel</i>.549, cf. <i>IA</i> 604, ἱκανὸν εἰς ἔκπληξιν ἀγαγεῖν de un grupo escultórico, Philostr.Iun.<i>Im</i>.4.1, cf. Aristid.Quint.87.7, Gr.Nyss.<i>Virg</i>.289.13, entre los gnósticos, como agente creador del elemento «tierra», Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.5.4.<br /><b class="num">3</b> [[pavor]], [[terror]], [[pánico]] ἔ. ἐνέπεσεν ἀνθρώποις el pánico se apoderó de los hombres</i> Th.4.34, cf. <i>A.Thom.A</i> 14, c. gen. obj. τοία κακῶν ἔ. ἐκφοβεῖ φρένας tal pavor a las desgracias aterroriza mi alma</i> A.<i>Pers</i>.606, τῶν νόμων <i>PMasp</i>.4.7 (VI d.C.), c. gen. subjet. ἔ. τῶν ὑπεναντίων Plb.11.9.1, εἰς ἔκπληξιν τῶν μελλόντων αὐτῆς τὰ ἴσα διαπράξασθαι <i>PMasp</i>.97ue.D.85 (VI d.C.).<br /><b class="num">4</b> [[sobreexcitación]], [[exaltación]] (ἡ ἡδονή) [[ἐνίοτε]] πηδᾶν ποιεῖ, καὶ ... πᾶσαν ἔκπληξιν ... ἐνεργάζεται Pl.<i>Phlb</i>.47a. | |dgtxt=-εως, ἡ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [jón. plu. nom. ἐκπλήξιες Hp.<i>Aër</i>.16]<br /><b class="num">1</b> [[aturdimiento]], [[confusión]], [[conmoción]], [[αἰτία]] γὰρ [[ἀνεπίδεικτος]] ἔκπληξιν ἐμφανῆ ἐμποιεῖ, διὰ δὲ τὴν ἔκπληξιν ἀπορεῖν [[ἀνάγκη]] τῷ λόγῳ una acusación infundada provoca un aturdimiento evidente y necesariamente a causa del aturdimiento nos encontramos sin razones</i> Gorg.B 11a.4, cf. Antipho 5.6, Th.4.55, ὁ φόβος ... εἰς ἔκπληξιν ἀνθρώπων [[ἄγει]] E.<i>Fr</i>.88a.3, τὴν πόλιν ἐς ἔκπληξιν καθιστάναι Th.6.36, Plb.3.81.6, c. gen. subjet. οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης Hp.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[asombro]], [[admiración]], [[pasmo]] εἰς ἔκπληξιν ... τὴν οἴκησιν ἀπηργάσαντο Pl.<i>Criti</i>.115d, cf. <i>IMEG</i> 150.2 (IV d.C.), τῆς ἐκπλήξεως γιγνομένης δι' εἰκότων Arist.<i>Po</i>.1455<sup>a</sup>17, cf. Alcid.1.28, Longin.15.2, Plot.1.6.4, <i>IMylasa</i> 531.12 (imper.), τὴν ἔκπληξιν ὑπερβολὴν θαυμασιότητος Arist.<i>Top</i>.126<sup>b</sup>14, cf. 17, «ἆ, ἆ»· ἔστι δὲ ἐπίρρημα ἐκπλήξεως Sch.Ar.<i>Pl</i>.1052, cf. Gr.Nyss.<i>V.Macr</i>.413.1, c. gen. obj. ὑπὸ τῆς ἐκπλήξεως τοῦ ἐμοῦ κάλλους Nil.<i>in Cant</i>.6.5<br /><b class="num">•</b>[[perplejidad]], [[extrañeza]] [[δέμας]] δείξασα σὸν ἔκπληξιν ἡμῖν ἀφασίαν τε προστίθης E.<i>Hel</i>.549, cf. <i>IA</i> 604, ἱκανὸν εἰς ἔκπληξιν ἀγαγεῖν de un grupo escultórico, Philostr.Iun.<i>Im</i>.4.1, cf. Aristid.Quint.87.7, Gr.Nyss.<i>Virg</i>.289.13, entre los gnósticos, como agente creador del elemento «tierra», Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.5.4.<br /><b class="num">3</b> [[pavor]], [[terror]], [[pánico]] ἔ. ἐνέπεσεν ἀνθρώποις el pánico se apoderó de los hombres</i> Th.4.34, cf. <i>A.Thom.A</i> 14, c. gen. obj. τοία κακῶν ἔ. ἐκφοβεῖ φρένας tal pavor a las desgracias aterroriza mi alma</i> A.<i>Pers</i>.606, τῶν νόμων <i>PMasp</i>.4.7 (VI d.C.), c. gen. subjet. ἔ. τῶν ὑπεναντίων Plb.11.9.1, εἰς ἔκπληξιν τῶν μελλόντων αὐτῆς τὰ ἴσα διαπράξασθαι <i>PMasp</i>.97ue.D.85 (VI d.C.).<br /><b class="num">4</b> [[sobreexcitación]], [[exaltación]] (ἡ ἡδονή) [[ἐνίοτε]] πηδᾶν ποιεῖ, καὶ ... πᾶσαν ἔκπληξιν ... ἐνεργάζεται Pl.<i>Phlb</i>.47a. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔκπληξις:''' -εως, ἡ, ([[ἐκπλήσσω]]), [[κατάπληξη]], [[ξάφνιασμα]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἔκπλ. κακῶν</i>, [[τρόμος]], [[φρίκη]] που προκλήθηκε από ατυχίες, συμφορές, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A consternation, ἐκπλήξιες τῆς γνώμης Hp.Aër.16, cf.Pl.Phlb.47a, etc.; ἔ. κακῶν terror caused by misfortunes, A.Pers.606; ἔ. παρέχειν Antipho5.6, Th.4.55 ; ἐς ἔ. καθιστάναι, ἀγαγεῖν, Id.6.36, Philostr.Jun.Im.4; ἔ. ἐνέπεσεν ἀνθρώποις Th.4.34. II mental disturbance, passion, Plb.3.81.6.
German (Pape)
[Seite 774] ἡ, Betäubung, z. B. durch einen heftigen Schlag, Hippocr.; heftiger Schreck, Bestürzung, ἔκπλ. ἐκφοβεῖ φρένας Aesch. Pers. 598; καὶ ἀφασία Eur. Hel. 549; Plat. Phil. 47 a; εἰς ἔκπληξιν ἰδεῖν Critia. 115 d; ἐνέπεσεν ἀνθρώποις Thuc. 4, 54; ἔκπληξιν παρέχειν, εἰς ἔκπληξιν καθιστάναι, betäuben, 4, 55. 6, 36; Antiph. 5, 6, wie Sp.; – ἐν ἀφροδισίοις, heftiger Trieb, Brunst, Pol. 3, 81, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπληξις: -εως, ἡ, (ἐκπλήσσω), τὸ ἐκπλήττεσθαι, ὡς καὶ νῦν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 290, Πλάτ., κτλ.· ἔκπλ. κακῶν, τρόμος προερχόμενος ἐκ δυστυχημάτων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 606 (ἴδε ἐν λέξει ἀφασία)· ἔκπλ. παρέχειν, εἰς ἔκπλ. καθιστάναι Ἀντιφῶν 130. 5, Θουκ. 4. 55., 6. 36· ἔκπλ. ἐμποιεῖν τινι ὁ αὐτ. 4. 34. ΙΙ. πᾶν ἰσχυρὸν πάθος, ἐπιθυμία, Πολύβ. 3. 81, 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
épouvante, frayeur : ἐς ἔκπληξιν καθιστάναι THC jeter en crainte ; ἔκπληξιν ἐμποιεῖν τινι THC inspirer de la terreur à qqn.
Étymologie: ἐκπλήσσω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. plu. nom. ἐκπλήξιες Hp.Aër.16]
1 aturdimiento, confusión, conmoción, αἰτία γὰρ ἀνεπίδεικτος ἔκπληξιν ἐμφανῆ ἐμποιεῖ, διὰ δὲ τὴν ἔκπληξιν ἀπορεῖν ἀνάγκη τῷ λόγῳ una acusación infundada provoca un aturdimiento evidente y necesariamente a causa del aturdimiento nos encontramos sin razones Gorg.B 11a.4, cf. Antipho 5.6, Th.4.55, ὁ φόβος ... εἰς ἔκπληξιν ἀνθρώπων ἄγει E.Fr.88a.3, τὴν πόλιν ἐς ἔκπληξιν καθιστάναι Th.6.36, Plb.3.81.6, c. gen. subjet. οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης Hp.l.c.
2 asombro, admiración, pasmo εἰς ἔκπληξιν ... τὴν οἴκησιν ἀπηργάσαντο Pl.Criti.115d, cf. IMEG 150.2 (IV d.C.), τῆς ἐκπλήξεως γιγνομένης δι' εἰκότων Arist.Po.1455a17, cf. Alcid.1.28, Longin.15.2, Plot.1.6.4, IMylasa 531.12 (imper.), τὴν ἔκπληξιν ὑπερβολὴν θαυμασιότητος Arist.Top.126b14, cf. 17, «ἆ, ἆ»· ἔστι δὲ ἐπίρρημα ἐκπλήξεως Sch.Ar.Pl.1052, cf. Gr.Nyss.V.Macr.413.1, c. gen. obj. ὑπὸ τῆς ἐκπλήξεως τοῦ ἐμοῦ κάλλους Nil.in Cant.6.5
•perplejidad, extrañeza δέμας δείξασα σὸν ἔκπληξιν ἡμῖν ἀφασίαν τε προστίθης E.Hel.549, cf. IA 604, ἱκανὸν εἰς ἔκπληξιν ἀγαγεῖν de un grupo escultórico, Philostr.Iun.Im.4.1, cf. Aristid.Quint.87.7, Gr.Nyss.Virg.289.13, entre los gnósticos, como agente creador del elemento «tierra», Iren.Lugd.Haer.1.5.4.
3 pavor, terror, pánico ἔ. ἐνέπεσεν ἀνθρώποις el pánico se apoderó de los hombres Th.4.34, cf. A.Thom.A 14, c. gen. obj. τοία κακῶν ἔ. ἐκφοβεῖ φρένας tal pavor a las desgracias aterroriza mi alma A.Pers.606, τῶν νόμων PMasp.4.7 (VI d.C.), c. gen. subjet. ἔ. τῶν ὑπεναντίων Plb.11.9.1, εἰς ἔκπληξιν τῶν μελλόντων αὐτῆς τὰ ἴσα διαπράξασθαι PMasp.97ue.D.85 (VI d.C.).
4 sobreexcitación, exaltación (ἡ ἡδονή) ἐνίοτε πηδᾶν ποιεῖ, καὶ ... πᾶσαν ἔκπληξιν ... ἐνεργάζεται Pl.Phlb.47a.
Greek Monotonic
ἔκπληξις: -εως, ἡ, (ἐκπλήσσω), κατάπληξη, ξάφνιασμα, σε Θουκ. κ.λπ.· ἔκπλ. κακῶν, τρόμος, φρίκη που προκλήθηκε από ατυχίες, συμφορές, σε Αισχύλ.