ἔλασμα: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
(big3_14b)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> concr.<br /><b class="num">1</b> [[metal batido o labrado]], [[plancha]], [[placa]], [[lámina de metal]] ἔ. χρυσίου καὶ ἀργυρίου LXX <i>Hb</i>.2.19, cf. Aristeas 65, ἐλάσματα χαλκᾶ Ph.<i>Bel</i>.69.51, cf. Hippol.<i>Haer</i>.4.32.1, ἐλάσματα ... σιδήρου D.S.5.33, cf. Paus.10.16.1, ἔ. λαμπάδος σιδηρᾶς <i>ID</i> 1417B.2.60 (II a.C.), μολύβδου ἐλάσματα Dsc.5.81.4, I.<i>AI</i> 11.331, 12.70.<br /><b class="num">2</b> cirug. [[sonda]] ἔ. χαλκοῦν, ἢ σιδηροῦν, ἢ ἀργυροῦν, ἢ ξύλινον Gal.2.574<br /><b class="num">•</b>en plu. ref. [[instrumental quirúrgico]] diverso, Gal.2.575, 580.<br /><b class="num">3</b> [[parte plana]], [[mango]], [[empuñadura]] de un instrumento cortante ἔ. στενῆς κατιάδος mango de una lanceta delgada</i> Heliod. en Orib.44.11.4.<br /><b class="num">II</b> abstr.<br /><b class="num">1</b> [[empuje]], [[peso]] τῶν ποδῶν I.<i>AI</i> 12.74, cf. Aristeas 69.<br /><b class="num">2</b> [[empuje]], [[carrera]] del caballo, Eust.1306.55.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> concr.<br /><b class="num">1</b> [[metal batido o labrado]], [[plancha]], [[placa]], [[lámina de metal]] ἔ. χρυσίου καὶ ἀργυρίου LXX <i>Hb</i>.2.19, cf. Aristeas 65, ἐλάσματα χαλκᾶ Ph.<i>Bel</i>.69.51, cf. Hippol.<i>Haer</i>.4.32.1, ἐλάσματα ... σιδήρου D.S.5.33, cf. Paus.10.16.1, ἔ. λαμπάδος σιδηρᾶς <i>ID</i> 1417B.2.60 (II a.C.), μολύβδου ἐλάσματα Dsc.5.81.4, I.<i>AI</i> 11.331, 12.70.<br /><b class="num">2</b> cirug. [[sonda]] ἔ. χαλκοῦν, ἢ σιδηροῦν, ἢ ἀργυροῦν, ἢ ξύλινον Gal.2.574<br /><b class="num">•</b>en plu. ref. [[instrumental quirúrgico]] diverso, Gal.2.575, 580.<br /><b class="num">3</b> [[parte plana]], [[mango]], [[empuñadura]] de un instrumento cortante ἔ. στενῆς κατιάδος mango de una lanceta delgada</i> Heliod. en Orib.44.11.4.<br /><b class="num">II</b> abstr.<br /><b class="num">1</b> [[empuje]], [[peso]] τῶν ποδῶν I.<i>AI</i> 12.74, cf. Aristeas 69.<br /><b class="num">2</b> [[empuje]], [[carrera]] del caballo, Eust.1306.55.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἔλασμα]])<br />λεπτή μετάλλινη [[πλάκα]] ή [[φύλλο]] μετάλλου, [[λαμαρίνα]], που κατασκευάζεται με [[σφυρηλάτηση]] ή [[έλαση]] (συνεχή [[συμπίεση]] σε θερμή [[κατάσταση]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το πλατύ [[μέρος]] του φύλλου τών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἔλασις]]<br /><b>μσν.</b><br />μεταλλική [[πλάκα]] που χρησιμοποιείται ως [[κόσμημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων χειρουργικών εργαλείων και οργάνων<br /><b>2.</b> το επίπεδο [[άκρο]] του καθετήρα.
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔλασμα Medium diacritics: ἔλασμα Low diacritics: έλασμα Capitals: ΕΛΑΣΜΑ
Transliteration A: élasma Transliteration B: elasma Transliteration C: elasma Beta Code: e)/lasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A metal beaten out, metal-plate, Ph.Bel.69.51, D.S.5.33, Dsc.5.81, Paus.10.16.1.    2 general name for probes and other surgical instruments, Gal.2.574; ἔ. ξύλινον ibid.: esp. flat end of a probe, Heliod. ap. Orib.44.11.3.    II = ἔλασις, Eust.1306.55.

German (Pape)

[Seite 789] τό, eine mit dem Hammer getriebene Metallplatte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλασμα: τό, μέταλλον ἐσφυρηλατημένον, πλὰξ μεταλλίνη, Διοσκ. 5. 96, Παυσ. 10.16, 1. ΙΙ. = ἔλασις, Γεώργ. Πισίδης Ἑξαήμ. στ. 99, Εὐστ. 1306. 55.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I concr.
1 metal batido o labrado, plancha, placa, lámina de metal ἔ. χρυσίου καὶ ἀργυρίου LXX Hb.2.19, cf. Aristeas 65, ἐλάσματα χαλκᾶ Ph.Bel.69.51, cf. Hippol.Haer.4.32.1, ἐλάσματα ... σιδήρου D.S.5.33, cf. Paus.10.16.1, ἔ. λαμπάδος σιδηρᾶς ID 1417B.2.60 (II a.C.), μολύβδου ἐλάσματα Dsc.5.81.4, I.AI 11.331, 12.70.
2 cirug. sonda ἔ. χαλκοῦν, ἢ σιδηροῦν, ἢ ἀργυροῦν, ἢ ξύλινον Gal.2.574
en plu. ref. instrumental quirúrgico diverso, Gal.2.575, 580.
3 parte plana, mango, empuñadura de un instrumento cortante ἔ. στενῆς κατιάδος mango de una lanceta delgada Heliod. en Orib.44.11.4.
II abstr.
1 empuje, peso τῶν ποδῶν I.AI 12.74, cf. Aristeas 69.
2 empuje, carrera del caballo, Eust.1306.55.

Greek Monolingual

το (AM ἔλασμα)
λεπτή μετάλλινη πλάκα ή φύλλο μετάλλου, λαμαρίνα, που κατασκευάζεται με σφυρηλάτηση ή έλαση (συνεχή συμπίεση σε θερμή κατάσταση)
νεοελλ.
το πλατύ μέρος του φύλλου τών φυτών
αρχ.-μσν.
ἔλασις
μσν.
μεταλλική πλάκα που χρησιμοποιείται ως κόσμημα
αρχ.
1. ονομασία διαφόρων χειρουργικών εργαλείων και οργάνων
2. το επίπεδο άκρο του καθετήρα.