ἑνίγυιος: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> plu. [[que comparten un solo cuerpo]] de los Molíones, Ibyc.4.3.<br /><b class="num">2</b> [[que tiene un solo pie]], [[cojo]] Sud.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> plu. [[que comparten un solo cuerpo]] de los Molíones, Ibyc.4.3.<br /><b class="num">2</b> [[que tiene un solo pie]], [[cojo]] Sud.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑνίγυιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο ενωμένος σ' ένα [[σώμα]], ο [[συμφυής]]<br /><b>2.</b> [[χωλός]] από το ένα [[πόδι]] ([[κατά]] το [[λεξικό]] [[Σούδα]], «[[ἑνίγυιος]]<br />ὁ ἕν [[μέλος]] ἔχων, ὁ [[κυλλός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>είς</i>, <i>ενός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γυιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] «[[μέλος]] σώματος ([[χέρι]], σπλάχνα) ή και όλο το [[σώμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πεντηκοντόγυιος</i>, <i>τρίγυιος</i> <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑνίγυιος Medium diacritics: ἑνίγυιος Low diacritics: ενίγυιος Capitals: ΕΝΙΓΥΙΟΣ
Transliteration A: henígyios Transliteration B: heniguios Transliteration C: enigyios Beta Code: e(ni/guios

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A joined in one body, Ibyc.16.3.    II lame of one foot, Suid. (ἑνίγυος codd.).

German (Pape)

[Seite 844] auf einem Fuße lahm, Suid. Auch = συμφυής, Ibyc. 15 bei Ath. II, 58 a, em. für ἑνίγυος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑνίγυιος: -ον, εἰς ἓν σῶμα ἡνωμένος, ἑνιγυίους συμπεφυκότας ἀλλήλοις καὶ ἓν ἐκ τούτου σῶμα ἔχοντας, Ἴβυκος παρ’ Ἀθην. 58Α (ἔνθα τὰ ἀντίγραφα ἔχουσιν ἐνιγύους). ΙΙ. χωλὸς τὸν ἕνα πόδα, «ἑνίγυιος, ὁ ἓν μέλος ἔχων, ὁ κυλλός» Σουΐδ, ἴδε κυλλός.- Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 59.

Spanish (DGE)

-ον
1 plu. que comparten un solo cuerpo de los Molíones, Ibyc.4.3.
2 que tiene un solo pie, cojo Sud.

Greek Monolingual

ἑνίγυιος, -ον (Α)
1. ο ενωμένος σ' ένα σώμα, ο συμφυής
2. χωλός από το ένα πόδι (κατά το λεξικό Σούδα, «ἑνίγυιος
ὁ ἕν μέλος ἔχων, ὁ κυλλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < είς, ενός + -γυιος < γυίον «μέλος σώματος (χέρι, σπλάχνα) ή και όλο το σώμα» (πρβλ. πεντηκοντόγυιος, τρίγυιος κ.ά.)].