ῥάμνος: Difference between revisions

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
(eksahir)
(36)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[espino]]
|esgtx=[[espino]]
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ῥάμνος]], η, ΝΜΑ<br />(σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]]) [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] [[ραμνώδη]] και περιλαμβάνει 150 [[περίπου]] είδη μικρών δέντρων ή θάμνων τών εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία [[είναι]] γνωστά στην [[Ελλάδα]] με τις κοινές, [[σήμερα]], ονομασίες τα [[εξής]]: λιβαδόραμνος, βουρβουλιά, [[λευκαγκαθιά]], [[κιτρινόξυλο]], λατσιχεριά, [[πετραγκαθιά]], βουνόραμνος, [[ράμνος]] του Παρνασού, [[μαυραγκαθιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[ῥάμνος]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ῥάβνος</i>) έχει, [[κατά]] μια [[άποψη]], σχηματιστεί από το θ. <i>ῥαδ</i>- της λ. [[ῥάβδος]] (<b>βλ. λ.</b> [[ράβδος]]) με [[επίθημα]] -<i>νος</i> ίσως κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το <i>θάμ</i>-<i>νος</i>. Είναι, όμως, πιθανό να πρόκειται για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>rhamnus</i>].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάμνος Medium diacritics: ῥάμνος Low diacritics: ράμνος Capitals: ΡΑΜΝΟΣ
Transliteration A: rhámnos Transliteration B: rhamnos Transliteration C: ramnos Beta Code: r(a/mnos

English (LSJ)

ἡ, name of various

   A prickly shrubs, Eup.14.5, Theoc.4.57, 21.36, Plb.12.2.2, IG14.352 ii 32 (Halaesa); Box-thorn, Lycium europaeum, Dsc.1.90, Paus.3.14.7; ῥ. λευκή (λευκοτέρα Dsc. l.c.) Stone buckthorn, Rhamnus graeca, Thphr.HP3.18.2; ῥ. μέλαινα Black buckthorn, R. oleoides, ibid.

German (Pape)

[Seite 833] ἡ, eine Art Dornstrauch, Eupolis bei Plut. Symp. 4, 1, 3; auch παλίουρος genannt, Theophr., Diosc., Nic. Th. 631.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάμνος: ἡ, εἶδος ἀκανθώδους θάμνου, = παλίουρος, «παλιουριά», Rhamnus paliurus, Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 1. 5· ὁ Θεόφραστ. μνημονεύει δύο εἴδη ῥάμνου, λευκὴν καὶ μέλαιναν, π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 2· ὁ Διοσκ. 1. 119, τρία εἴδη.

Spanish

espino

Greek Monolingual

ο / ῥάμνος, η, ΝΜΑ
(σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ραμνώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη μικρών δέντρων ή θάμνων τών εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία είναι γνωστά στην Ελλάδα με τις κοινές, σήμερα, ονομασίες τα εξής: λιβαδόραμνος, βουρβουλιά, λευκαγκαθιά, κιτρινόξυλο, λατσιχεριά, πετραγκαθιά, βουνόραμνος, ράμνος του Παρνασού, μαυραγκαθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ῥάμνος (πιθ. < ῥάβνος) έχει, κατά μια άποψη, σχηματιστεί από το θ. ῥαδ- της λ. ῥάβδος (βλ. λ. ράβδος) με επίθημα -νος ίσως κατ' αναλογία προς το θάμ-νος. Είναι, όμως, πιθανό να πρόκειται για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. rhamnus].