χαιρετισμός: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
(eksahir)
(46)
Line 15: Line 15:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[salutación]]
|esgtx=[[salutación]]
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[χαιρετίζω]]<br /><b>1.</b> το να προσφωνεί [[κανείς]] κάποιον που συναντά με τις λέξεις <i>χαίρε</i>, <i>χαίρετε</i> ή [[άλλη]] σχετική<br /><b>2.</b> [[απόδοση]] καθιερωμένων τιμών σε κάποιον ή σε [[κάτι]] (α. «ο [[χαιρετισμός]] της σημαίας» β. «ὁ τῶν ἀπὸ Συρίας ἐρχομένων πρέσβεων πρὸς τὸν [[βασιλέα]] [[χαιρετισμός]]», Πορφ.<br />γ. «οἱ λοιποὶ τῶν νέων περὶ τὰς κρίσεις καὶ τοὺς χαιρετισμοὺς ἐσπούδαζον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επίσκεψη]] σε κάποιον που γιορτάζει και η [[δεξίωση]] που δίνει αυτός για να τιμήσει τους επισκέπτες<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> χαιρετιστήριο [[δώρο]] («[[στέλνω]] έναν μικρό χαιρετισμό στον [[πατέρα]] για τη [[γιορτή]] του»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι Χαιρετισμοί</i>- <b>(λειτουργ.)</b> ο Ακάθιστος Ύμνος, που ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της εξακολουθητικής επανάληψης της λέξης <i>χαίρε</i> στους στίχους που περιλαμβάνουν οι Οίκοι οι οποίοι έχουν περιττό αριθμό.
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαιρετισμός Medium diacritics: χαιρετισμός Low diacritics: χαιρετισμός Capitals: ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: chairetismós Transliteration B: chairetismos Transliteration C: chairetismos Beta Code: xairetismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A greeting, visit to a person of rank, Plb.32.15.8; salutation addressed to a god, PMag.Par.1.1046.

German (Pape)

[Seite 1325] ὁ, Gruß, Besuch, bes. Aufwartung bei einem Vornehmern, die salutatio der Römer, Pol. 32, 15, 8.

Spanish

salutación

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ χαιρετίζω
1. το να προσφωνεί κανείς κάποιον που συναντά με τις λέξεις χαίρε, χαίρετε ή άλλη σχετική
2. απόδοση καθιερωμένων τιμών σε κάποιον ή σε κάτι (α. «ο χαιρετισμός της σημαίας» β. «ὁ τῶν ἀπὸ Συρίας ἐρχομένων πρέσβεων πρὸς τὸν βασιλέα χαιρετισμός», Πορφ.
γ. «οἱ λοιποὶ τῶν νέων περὶ τὰς κρίσεις καὶ τοὺς χαιρετισμοὺς ἐσπούδαζον», Πολ.)
νεοελλ.
1. επίσκεψη σε κάποιον που γιορτάζει και η δεξίωση που δίνει αυτός για να τιμήσει τους επισκέπτες
2. συνεκδ. χαιρετιστήριο δώροστέλνω έναν μικρό χαιρετισμό στον πατέρα για τη γιορτή του»)
νεοελλ.-μσν.
στον πληθ. οι Χαιρετισμοί- (λειτουργ.) ο Ακάθιστος Ύμνος, που ονομάστηκε έτσι λόγω της εξακολουθητικής επανάληψης της λέξης χαίρε στους στίχους που περιλαμβάνουν οι Οίκοι οι οποίοι έχουν περιττό αριθμό.