Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τροχίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
(eksahir)
(42)
Line 15: Line 15:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[panecillo redondo]]
|esgtx=[[panecillo redondo]]
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>υποκορ.</b> [[μικρός]] [[τροχός]], μικρή [[ρόδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δισκίο]] στο οποίο η [[φαρμακευτική]] [[ουσία]] έχει αναμιχθεί με [[ζάχαρη]], κν. [[παστίλια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[σφαίρα]] από [[σαπούνι]] ή από [[μέλι]]<br /><b>2.</b> καταπότιο<br /><b>3.</b> [[σκουλαρίκι]]<br /><b>4.</b> μεταλλική [[σφαίρα]] που έπεφτε [[πάνω]] σε μεταλλική [[πλάκα]] και μετρούσε την ώρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οβελ</i>-<i>ίσκος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχίσκος Medium diacritics: τροχίσκος Low diacritics: τροχίσκος Capitals: ΤΡΟΧΙΣΚΟΣ
Transliteration A: trochískos Transliteration B: trochiskos Transliteration C: trochiskos Beta Code: tro/xiskos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, Dim. of τροχός,

   A small wheel or circle, Arist. Mech.848a25, Apollod.Poliorc.155.9.    2 troche or trochisk, of honey, Arist.Mir.831b27; of soap, medicine, etc., Thphr.HP9.9.3, Antyll. ap. Orib.10.24.1, Sor.2.41, Gal.12.276.    3 ear-ring, LXXEz.16.12.    4 a metal ball, let fall to mark time, Lyd.Mag.2.16.

Greek (Liddell-Scott)

τροχίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ τροχός, μικρὸς τροχὸς ἢ κύκλος. κυκλίσκος, Ἀριστ. Μηχαν. ἐν τῷ προοιμ. 11, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 1. 2) σφαιρίδιον, σφαιρίδιον σάπωνος, καταπότιον, Γαλην. ΙΙ. 87Β. 3) ἐνώτιον, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Ιϛʹ, 12). 4) σφαῖρα μεταλλίνη πίπτουσα εἰς δήλωσιν χρόνου, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν 2. 16.

Spanish

panecillo redondo

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
υποκορ. μικρός τροχός, μικρή ρόδα
νεοελλ.
δισκίο στο οποίο η φαρμακευτική ουσία έχει αναμιχθεί με ζάχαρη, κν. παστίλια
αρχ.
1. μικρή σφαίρα από σαπούνι ή από μέλι
2. καταπότιο
3. σκουλαρίκι
4. μεταλλική σφαίρα που έπεφτε πάνω σε μεταλλική πλάκα και μετρούσε την ώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].