παράπτω: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
(eksahir)
(31)
Line 7: Line 7:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[tocar]]
|esgtx=[[tocar]]
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[άπτω]]<br /><b>1.</b> [[ανάβω]], [[καίω]], [[πυρπολώ]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] φως<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[παράπτομαι]]<br />[[αγγίζω]] [[κατά]] [[λάθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εφαρμόζω]]<br />β) [[αγγίζω]] [[ελαφρά]]<br />γ) έχω σχέσεις με κάποιον («γυναικὸς ἤ ἀνδρὸς [[παράπτομαι]]»)<br />δ) [[πλησιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> εφαρμόζομαι, προσαρμόζομαι («[[παράπτομαι]] σανίδων» — [[είμαι]] προσαρμοσμένος [[κατά]] [[μήκος]] τών σανίδων», Απολλ. Δαμ.).
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 496] daneben, daran heften, anknüpfen, παραπτομένα χερσὶ πλάτα, Soph. O. C. 717, mit den Händen festgehaltenes Ruder, s. aber παραπέτομαι. – Med. im Vorbeigehen an der Seite berühren, Sp., ἤδη κειμένων τῷ ξιφιδίῳ παραπτόμενος καθ' ἕκαστον, Plut. Cleom. 37.

Greek (Liddell-Scott)

παράπτω: μέλλ.-ψω, δένω πλησίον, τινί τι Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 309· ἐφαρμόζω, τὸν νόμον π. Ἱππόλυτ. σ. 262 Fabr.· ― Παθ., χερσὶ παραπτομένα πλάτα, προσαρμοζομένη εἰς τὰς χεῖρας, ἐπὶ κώπης, Σοφ. Ο.Κ. 717 (ἕτεροι λαμβάνουσι τὸν τύπον τοῦτον ὡς κατὰ συγκοπὴν προελθόντα ἐκ τοῦ παραπετομένα, πλησίον πετομένη). ΙΙ.Μέσ., ἅπτομαι, ἐγγίζω ὀλίγον, τὸ Δωδωναῖον ἄν τις χαλκίον, ὃ λέγουσιν ἠχεῖν, ἂν παράψηθ’ ὁ παριών, τὴν ἡμέραν ὅλην Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 3, Πλουτ. Κλεομ. 37.

Spanish

tocar

Greek Monolingual

ΜΑ άπτω
1. ανάβω, καίω, πυρπολώ
2. δίνω φως
μσν.
μέσ. παράπτομαι
αγγίζω κατά λάθος
αρχ.
1. μέσ. α) εφαρμόζω
β) αγγίζω ελαφρά
γ) έχω σχέσεις με κάποιον («γυναικὸς ἤ ἀνδρὸς παράπτομαι»)
δ) πλησιάζω
2. παθ. εφαρμόζομαι, προσαρμόζομαι («παράπτομαι σανίδων» — είμαι προσαρμοσμένος κατά μήκος τών σανίδων», Απολλ. Δαμ.).