ὑλακτέω: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(eksahir) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[aullar]] | |esgtx=[[aullar]] | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑλακτέω:''' [ῠ] ([[ὑλάω]]), αόρ. αʹ <i>ὑλάκτησα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> γαυγίζω, [[ουρλιάζω]], λέγεται για σκυλιά, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· λέγεται για κυνηγόσκυλα, λαγωνικά, [[γαβγίζω]], [[υλακτώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κραδίη]] ὑλάκτει, γουργουρίζει, διαμαρτύρεται έντονα, σε Ομήρ. Οδ.· με σύστ. αιτ., [[ξεστομίζω]] ξεδιάντροπα και αναίσχυντα [[λόγια]], σε Σοφ.· <i>ἄμουσ' ὑλακτῶν</i>, κραυγάζοντας τα άξεστά του τραγούδια, άσματα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., γαυγίζω [[εναντίον]] κάποιου, <i>τινά</i>, σε Αριστοφ., Ισοκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], used only in pres. and impf., exc. that Luc.Nec.10 has aor. ὑλάκτησα: (ὑλάω):—
A bark, bay, howl, of dogs, ἱστάμενοι δὲ μάλ' ἐγγὺς ὑλάκτεον Il.18.586; ἀγαθός γ' ὑλακτεῖν Ar.V.904; ὑ. περιτρέχων Eup.207 (of a man compared to a dog); of hounds, give tongue, ὑ. περὶ τὰ ἴχνη X.Cyn.3.5, cf. 9.2. 2 metaph., κραδίη δέ οἱ ἔνδον ὑλάκτει howled for rage, Od.20.13; of a hungry stomach, yelp for food, νηδὺς ὑλακτοῦσα AP6.89 (Maec.). b c. acc. cogn., τοιαῦθ' ὑλακτεῖ S.El.299; ἄμουσ' ὑλακτῶν howling his uncouth songs, E.Alc.760. II trans., bark at, τινα Ar.V.1402, Isoc.1.29, Theoc.6.29: metaph., bark or snarl at, Plb.16.24.6; hence Vespasian called the Cynic Demetrius κύνα ὑλακτοῦντα, D.C.66.13.
German (Pape)
[Seite 1176] (ὑλάω), bellen, Il. 18, 586; – übertr. vom Ingrimm des zornigen Herzens, κραδίη ὑλάκτει, Od. 20, 13. 16; vom Bellen des leeren, hungrigen Magens, νηδὺς ὑλακτοῦσα, Qu. Maec. 8 (VI, 89). – Auch = freche, unverschämte Reden führen, ungestüm lärmen, τοιαῦτ' ὑλακτεῖ, Soph. El. 291. – Trans. τινά, anbellen, Ar. Vesp. 1402; Luc. vit. auct. 7; übertr., mit groben Worten anfahren, anschnauzen, Isocr. 1, 29; Pol. 16, 24, 6, im Ggstz zum Schmeichler.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. intr. aboyer ; p. anal. :
1 pousser des cris terribles, particul. des cris de colère ou de douleur;
2 faire grand bruit en parl. des battements du cœur;
II. tr. poursuivre de ses aboiements, acc. ; fig. poursuivre d’injures ou de malédictions.
Étymologie: ὑλάω.
English (Autenrieth)
ipf. ὑλάκτεον, ὑλάκτει: bark, bay; κραδίη, ‘growled with wrath,’ Od. 20.13, 16.
Spanish
Greek Monotonic
ὑλακτέω: [ῠ] (ὑλάω), αόρ. αʹ ὑλάκτησα·
I. 1. γαυγίζω, ουρλιάζω, λέγεται για σκυλιά, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· λέγεται για κυνηγόσκυλα, λαγωνικά, γαβγίζω, υλακτώ, σε Ξεν.
2. μεταφ., κραδίη ὑλάκτει, γουργουρίζει, διαμαρτύρεται έντονα, σε Ομήρ. Οδ.· με σύστ. αιτ., ξεστομίζω ξεδιάντροπα και αναίσχυντα λόγια, σε Σοφ.· ἄμουσ' ὑλακτῶν, κραυγάζοντας τα άξεστά του τραγούδια, άσματα, σε Ευρ.
II. μτβ., γαυγίζω εναντίον κάποιου, τινά, σε Αριστοφ., Ισοκρ.