σαργάνη: Difference between revisions
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
(strοng) |
(36) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=[[apparently]] of [[Hebrew]] [[origin]] (שָׂרַג); a [[basket]] (as interwoven or [[wicker]]-[[work]]: [[basket]]. | |strgr=[[apparently]] of [[Hebrew]] [[origin]] (שָׂרַג); a [[basket]] (as interwoven or [[wicker]]-[[work]]: [[basket]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ταργάνη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πλέγμα]], [[δεσμός]]<br /><b>2.</b> [[καλάθι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>άνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ορκ</i>-<i>άνη</i>, <i>πλεκτ</i>-<i>άνη</i>). Για την [[εναλλαγή]] τών αρκτικών -<i>σ</i>- και -<i>τ</i>-, η οποία, [[κατά]] μία [[άποψη]], οφείλεται σε αττικισμό, <b>πρβλ.</b> [[σεῦτλον]]: [[τεῦτλον]], [[σίλφη]]: [[τίλφη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
[γᾰ], ἡ,= ταργάνη,
A plait, braid, A.Supp.788 codd. (lyr.). 2 basket, Aen.Tact.29.6, Timocl.21.7, 2 Ep.Cor.11.33, Luc.Lex.6, PFlor.269.7 (iii A.D.), PLond.2.236.11 (iv A.D.):—v. σάρκινος 111.
German (Pape)
[Seite 862] ἡ, wie ταργάνη, Flechtwerk, Geflecht; Korb mit Fischen, Timocl. bei Ath. VIII, 339 e u. IX, 407 a; vgl. auch Arist. H. A. 9, 2, Bekker; Flechte, Band, Aesch. μορσίμου βρόχου τυχεῖν ἐν σαργάναις, Suppl. 769; vgl. Luc. Lexiph. 6.
Greek (Liddell-Scott)
σαργάνη: ἡ, ὡς τὸ ταργάνη, πλέγμα, δεσμός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 788. 2) καλάθιον, Τιμοκλ. ἐν «Ληθ.» 1, Λουκ. Λεξιφάν. 6, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ια΄, 33, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
osier tressé ; corbeille.
Étymologie: DELG terme techn. en -άνη, prob. emprunté.
English (Strong)
apparently of Hebrew origin (שָׂרַג); a basket (as interwoven or wicker-work: basket.
Greek Monolingual
και ταργάνη, ἡ, Α
1. πλέγμα, δεσμός
2. καλάθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει επίθημα -άνη (πρβλ. ορκ-άνη, πλεκτ-άνη). Για την εναλλαγή τών αρκτικών -σ- και -τ-, η οποία, κατά μία άποψη, οφείλεται σε αττικισμό, πρβλ. σεῦτλον: τεῦτλον, σίλφη: τίλφη.