λάθρα: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(strοng) |
(22) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=adverb from [[λανθάνω]]; [[privately]]: [[privily]], [[secretly]]. | |strgr=adverb from [[λανθάνω]]; [[privately]]: [[privily]], [[secretly]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[λάθρα]] και [[λάθρα]] και δωρ. τ. [[λάθρη]])<br /><b>επίρρ.</b> [[κρυφά]], [[μυστικά]], [[χωρίς]] να γίνει [[κάποιος]] [[αντιληπτός]] (α. «ἐβουλήθη [[λάθρα]] ἀπολῡσαι αὐτήν», ΚΔ<br />β. «ὁ δὲ οἱ παρελέξατο [[λάθρη]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ύπουλα, προδοτικά<br /><b>2.</b> ανεπαίσθητα, [[ελαφρά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[λάθρῃ]] τινός» — εν αγνοίᾳ κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. οργανική [[πτώση]] με επιρρμ. [[χρήση]]<br /><i>λάθ</i>-<i>ρα</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαθ</i>- του [[λανθάνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>λαθ</i>-<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρα</i> που ανάγεται πιθ. στο [[επίθημα]] -<i>ra</i>, το οποίο απαντά στην αρχ. ινδ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>cvitr</i><i>ā</i>- «[[λευκός]]», <b>βλ.</b> και <i>αργι</i>-). Η υπογεγραμμένη του τ. [[λάθρα]] δεν δικαιολογείται από την οργανική [[πτώση]], [[αλλά]] [[είναι]] πιθ. [[επίδραση]] δοτικής πτώσης].———————— <b>(II)</b><br />[[λάθρα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «αἱ δίκαι». | |||
}} | }} |
Revision as of 07:29, 29 September 2017
English (LSJ)
αἱ δίκαι (Elean), Hsch. λάθρα, λάθρᾳ,
A v. λάθρῃ.
German (Pape)
[Seite 6] τά, nach Hesych. bei den Eleern = δίκαι. = Folgdm, H. h. Cer. 240, l. d.; vgl. Eur. Danae prol. 28 u. Ellendt Lexik.
Greek (Liddell-Scott)
λάθρα: λάθρᾳ, ἴδε ἐν λέξ. λάθρη.
French (Bailly abrégé)
v. λάθρᾳ.
English (Strong)
adverb from λανθάνω; privately: privily, secretly.
Greek Monolingual
(I)
(Α λάθρα και λάθρα και δωρ. τ. λάθρη)
επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να γίνει κάποιος αντιληπτός (α. «ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῡσαι αὐτήν», ΚΔ
β. «ὁ δὲ οἱ παρελέξατο λάθρη», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. ύπουλα, προδοτικά
2. ανεπαίσθητα, ελαφρά
3. φρ. «λάθρῃ τινός» — εν αγνοίᾳ κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. οργανική πτώση με επιρρμ. χρήση
λάθ-ρα < θ. λαθ- του λανθάνω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-λαθ-ον) + -ρα που ανάγεται πιθ. στο επίθημα -ra, το οποίο απαντά στην αρχ. ινδ. (πρβλ. cvitrā- «λευκός», βλ. και αργι-). Η υπογεγραμμένη του τ. λάθρα δεν δικαιολογείται από την οργανική πτώση, αλλά είναι πιθ. επίδραση δοτικής πτώσης].———————— (II)
λάθρα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «αἱ δίκαι».