ἔριον: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(strοng) |
(T22) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=of [[obscure]] [[affinity]]; [[wool]]: [[wool]]. | |strgr=of [[obscure]] [[affinity]]; [[wool]]: [[wool]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=ἐρίου, τό ([[diminutive]] of τό [[ἔρος]] or [[εἶρος]]), [[wool]]: [[Homer]] [[down]].) | |||
}} | }} |
Revision as of 18:11, 28 August 2017
English (LSJ)
τό, Ion. εἴριον GDIiv p.876 (Chios, iv B. C., also written ἔρια ibid.), Hdt., Hp., and always in Hom. (indicating ἐρϝ-) exc. gen. ἐρίοιο in Od.4.124:—
A wool, Il.12.434, Od.l.c., Pl.Smp.175d ; ἐρίῳ στέψαντες, i.e. with woollen fillets, Id.R.398a, etc.: freq. in pl., Il. 3.388, Od.18.316 ; εἴρια ῥυπαρά, ἔρια οἰσυπηρά, greasy wool, Hp. Fract.21, Dsc.2.74 ; ἔρια καθαρά PCair.Zen.12.62 (iii B. C.); τἄρια, crasis for τὰ ἔ., Ar.Ra.1387 ; οὖλα ἔρια ib.1067 ; ἔ. πεπταμένα outspread flocks of wool, Id.Nu.343 ; ἐρίων τάλαντον Id.V.1147 ; τὰ Μιλήσια ἔ. Eub.90.3, cf. Amphis 27.1 ; εἴρια ἀπὸ ξύλου cotton, Hdt.3. 47, cf. 106 ; τὸ ἔ. [τῆς ἀράχνης] a spider's web, Philostr.Im.2.28 ; τὰ ἐκ τῆς θαλάττης ἔ., of the byssus of the pinna, Alciphr.1.2. (ἔρια Schwyzer 180 (Crete) without initial ϝ-; Lat. vervex perh. not cogn.)
German (Pape)
[Seite 1030] τό, ion. u. ep. εἴριον (eigtl. dim. von ἔρος, εἶρος), die Wolle, Od. 4, 124; Hippocr.; Ar. Vesp. 701; Plat. Conv. 175 d u. Folgde; häufiger im plur., Ar. Vesp. 1147, u. in Prosa; – εἴρια τὰ ἀπὸ ξύλων, Baumwolle, Her. 3, 47. 106; Theophr.; – ἔρια ἐκ τῆς θαλάττης, von der Seide der Pinne, Alciphr. 1, 2; τῆς ἀράχνης, Philostr. imag. 2, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρῐον: τὸ Ἰων. ἐΐριον Ἡρόδ., Ἱππ., καὶ ἀείποτε παρ’ Ὁμ. πλὴν τῆς γεν. ἐρίοιο ἐν Ὀδ. Α. 124: - ἔριον, μαλλίον, Ἰλ. Μ. 434, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Συμπ. 175D, Πολ. 398Α· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἰλ.Γ. 388, Ὀδ. Σ. 316· τἄρια, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἔρια, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1387· ἔρια οὖλα αὐτόθι 1067· εἴξασιν δ’ οὖν ἐρίοισιν πεπταμένοισι, ὁμοιάζουσι μὲ «μαλλιὰ ἁπλωμένα», περὶ τῶν νεφελῶν, ὁ αὐτ. Νεφ. 343· ἐρίων τάλαντον ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1147· τὰ Μιλήσια, ἔρια Εὔβουλ. ἐν «Πρόκριδι» 1, πρβλ. Ἄμφιν ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1· εἴρια ἀπὸ ξύλου, βάμβαξ (Γερμ. Baumwolle, δενδρόμαλλον), Ἡρόδ. 3. 47, πρβλ. 106., 7. 65· οὕτω, τὸ ἔριον τῆς ἀράχνης, ὁ ἱστὸς αὐτῆς, Φιλόστρ. 853· τὰ ἐκ τῆς θαλάττης ἔρια, περὶ τοῦ ὑπὸ τῶν νεωτέρων φυσιολόγων ὀνομαζομένου βύσσου, τοῦ γενείου τῆς πίνης, δι’ οὗ εἶναι προσκεκολλημένη εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης· ἐκ τῶν ἐρίων τούτων καὶ νῦν ἔτι ἐν Τάραντι τῆς Ἰταλίας κατασκευάζουσι λεπτοϋφῆ χερόκτια. Ἀλκίφρ 1. 2. (Ἐκ τῆς √ΕP παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις εἶρος, ἐρέα, ἐρεοῦς, εὔερος· πρβλ. Σανσκρ. ur-â, ur-anas (πρόβατα), ûr-na (ἔριον)· Λατ. vell-us, vill-us· Γότθ. vull-a (ἔριον)· Ἀγγλ. wool, Λιθ. vil-na· Σλαυ. vlu-na.)
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 laine, toison de laine;
2 p. ext. ou p. anal. εἴρια ἀπὸ ξύλων HDT laine de cotonnier, coton.
Étymologie: dim. de ἔρος.
English (Autenrieth)
wool, Od. 4.124, Il. 12.434, pl., Il. 3.388, etc.
Spanish
English (Strong)
of obscure affinity; wool: wool.
English (Thayer)
ἐρίου, τό (diminutive of τό ἔρος or εἶρος), wool: Homer down.)