δίστομος: Difference between revisions
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
(T22) |
(9) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=δίστομον ([[δίς]] and [[στόμα]]), having a [[double]] [[mouth]], as a [[river]], [[Polybius]] 34,10, 5; (ὁδοί i. e. [[branching]], [[Sophocles]] O. C. 900). As [[στόμα]] is used of the [[edge]] of a [[sword]] and of [[other]] weapons, so [[δίστομος]] has the [[meaning]] [[two-edged]]: used of a [[sword]] in [[ξίφος]], [[Euripides]], Hel. 983. | |txtha=δίστομον ([[δίς]] and [[στόμα]]), having a [[double]] [[mouth]], as a [[river]], [[Polybius]] 34,10, 5; (ὁδοί i. e. [[branching]], [[Sophocles]] O. C. 900). As [[στόμα]] is used of the [[edge]] of a [[sword]] and of [[other]] weapons, so [[δίστομος]] has the [[meaning]] [[two-edged]]: used of a [[sword]] in [[ξίφος]], [[Euripides]], Hel. 983. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, ο (AM [[δίστομος]], -ον)<br />(για μαχαίρια και άλλα αιχμηρά όργανα) αυτός που έχει δύο κόψεις, [[δίκοπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για σπήλαια, ποταμούς <b>κ.λπ.</b>) [[εκείνος]] που έχει δύο στόμια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δίστομος]]<br />σύνθετο ρόδινο ασκίδιο που ζει προσκολλημένο σε πέτρες, φύκια και [[υδρόζωα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίστομο</i><br />παρασιτικό [[σκουλήκι]] της οικογένειας τών διστομιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (στόμα)
A double-mouthed, with two entrances, πέτρα S.Ph.16; δ. ὁδοί double-branching roads, Id.OC 900; so of rivers with two mouths, Plb.34.10.5; with two harbours, Hsch. II of a weapon, two-edged, ξίφος E.Hel.983; πελέκεως γένυς Id.Fr.530.5.
German (Pape)
[Seite 643] doppelmündig; πέτρα, mit zwei Ausgängen, Soph. Phil. 16; ὁδοί O. R. 904, Doppelwege, die in einen zusammenlaufen; von Flüssen, Pol. 34, 10, 5; διῶρυξ Strab. XVII p. 809. Auch = zweischneidig, ξίφος, φάσγανον, Eur. Hel. 989 Or. 1303; μάχαιρα, N. T.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propr. à deux bouches, càd :
1 à deux embouchures, à deux ouvertures;
2 à deux tranchants.
Étymologie: δίς, στόμα.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de boca doble ref. cuevas, caminos, etc. con una doble entrada o salida πέτρα S.Ph.16, δίστομοι ὁδοί caminos que concurren de una bifurcación, S.OC 900, de un lugar Φλιά δ. PIFAO 2.31.8 (II d.C.) en BL 8.152, de Epidauro, Hsch.
•de ríos con doble desembocadura Plb.34.10.5, Str.3.1.9, 4.3.3, Arr.An.5.4.1, Nonn.D.26.225, διῶρυξ Str.17.1.35, πηγή Nonn.D.3.165
•subst. τὸ δ. doble boca, doble desembocadura n. de un dispositivo que daba salida a sendos canales de irrigación, en el n. pr. Πτολεμαὶς ἡ ἐπὶ τοῦ Διστόμου Ptolemaide sobre la doble boca otro n. de Πτολεμαὶς Ὅρμου en el Fayum PMich.Zen.48.3 (III a.C.)
•de dos bocas de una serpiente con dos cabezas ἀμφίσβαινα Nonn.D.5.146.
2 de armas de doble filo ξίφος E.Hel.983, 1044, cf. Procop.Arc.7.15, φάσγανα E.Or.1303, πελέκεως ... γένυς E.Fr.530.5, cf. Hld.3.1.3, μάχαιρα LXX Pr.5.4, Ep.Hebr.4.12, Clem.Al.Paed.3.11.68, ῥομφαία LXX Ps.149.6, Apoc.1.16, 2.12, ἀξίναι Sch.Er.Il.23.851.
3 fig. dudoso, ambiguo χάρις Gr.Naz.M.37.775A.
II subst. ἡ δ. hacha de doble filo δίστομον ἀντιβίην Κορυβαντίδα τινάσσων Nonn.D.30.141.
English (Strong)
from δίς and στόμα; double-edged: with two edges, two-edged.
English (Thayer)
δίστομον (δίς and στόμα), having a double mouth, as a river, Polybius 34,10, 5; (ὁδοί i. e. branching, Sophocles O. C. 900). As στόμα is used of the edge of a sword and of other weapons, so δίστομος has the meaning two-edged: used of a sword in ξίφος, Euripides, Hel. 983.
Greek Monolingual
-η, ο (AM δίστομος, -ον)
(για μαχαίρια και άλλα αιχμηρά όργανα) αυτός που έχει δύο κόψεις, δίκοπος
αρχ.
(για σπήλαια, ποταμούς κ.λπ.) εκείνος που έχει δύο στόμια
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο δίστομος
σύνθετο ρόδινο ασκίδιο που ζει προσκολλημένο σε πέτρες, φύκια και υδρόζωα
2. το ουδ. ως ουσ. το δίστομο
παρασιτικό σκουλήκι της οικογένειας τών διστομιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -στομος < στόμα.