πολυεύσπλαγχνος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
(T22)
(33)
Line 4: Line 4:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[πολύσπλαγχνος]]) πολυσπλαγχνον ([[πολύς]], and [[σπλάγχνον]] [[which]] [[see]]), [[full]] of [[pity]], [[very]] [[kind]]: חֶסֶד רַב, in the Sept. [[πολυέλεος]]. (Theod. Stud., p. 615.)  
|txtha=([[πολύσπλαγχνος]]) πολυσπλαγχνον ([[πολύς]], and [[σπλάγχνον]] [[which]] [[see]]), [[full]] of [[pity]], [[very]] [[kind]]: חֶסֶד רַב, in the Sept. [[πολυέλεος]]. (Theod. Stud., p. 615.)  
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυεύσπλαγχνος]], -ον, ΝΜΑ<br />πολύ [[ευσπλαγχνικός]], πολύ [[συμπονετικός]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πολυεύσπλαγχνος: -ον, πολὺ εὔσπλαγχνος, Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ, 645Α.

English (Thayer)

(πολύσπλαγχνος) πολυσπλαγχνον (πολύς, and σπλάγχνον which see), full of pity, very kind: חֶסֶד רַב, in the Sept. πολυέλεος. (Theod. Stud., p. 615.)

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυεύσπλαγχνος, -ον, ΝΜΑ
πολύ ευσπλαγχνικός, πολύ συμπονετικός.