ψευδοδιδάσκαλος: Difference between revisions
From LSJ
(47c) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[δόλιος]] [[δάσκαλος]], [[άτομο]] που σκόπιμα εμφανίζει το [[ψέμα]] σαν [[αλήθεια]] («ψευδοπροφῆται... καὶ ψευδοδιδάσκαλοι», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[διδάσκαλος]]. | |mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[δόλιος]] [[δάσκαλος]], [[άτομο]] που σκόπιμα εμφανίζει το [[ψέμα]] σαν [[αλήθεια]] («ψευδοπροφῆται... καὶ ψευδοδιδάσκαλοι», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[διδάσκαλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψευδοδῐδάσκᾰλος:''' ὁ, [[ψευδής]] [[διδάσκαλος]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A false teacher, 2 EP.Petr.2.1.
German (Pape)
[Seite 1394] ὁ, falscher Lehrer, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοδῐδάσκαλος: ὁ, ψευδὴς διδάσκαλος, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 1, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5, σ. 390C.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
faux maître, faux docteur.
Étymologie: ψευδής, διδάσκαλος.
English (Strong)
from ψευδής and διδάσκαλος; a spurious teacher, i.e. propagator of erroneous Christian doctrine: false teacher.
English (Thayer)
ψευδοδιδασκαλου, ὁ (ψευδής and διδάσκαλος), a false teacher: 2 Peter 2:1.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
δόλιος δάσκαλος, άτομο που σκόπιμα εμφανίζει το ψέμα σαν αλήθεια («ψευδοπροφῆται... καὶ ψευδοδιδάσκαλοι», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + διδάσκαλος.
Greek Monotonic
ψευδοδῐδάσκᾰλος: ὁ, ψευδής διδάσκαλος, σε Καινή Διαθήκη