αίγλη: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(1) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[αἴγλη]])<br />[[λάμψη]], [[λαμπρότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επίσης]] [[γοητεία]], [[μεγαλοπρέπεια]], [[φωτοστέφανος]] αγίων (αλλ. [[δόξα]] ή [[άλως]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το φως του ήλιου ή του φεγγαριού<br /><b>2.</b> το φως της ημέρας, [[φέγγος]]<br /><b>3.</b> [[ακτινοβολία]], [[στιλπνότητα]], [[γυαλάδα]], [[λάμψη]]<br /><b>4.</b> γυαλιστερό, αστραφτερό [[αντικείμενο]], [[κόσμημα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «<i>εἰς αἴγλαν [[ἔρχομαι]]», [[έρχομαι]] στο φως της ημέρας, γεννιέμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Η [[ρίζα]] της λέξης <i>αἰγ</i>- (το <i>–λᾶ</i>/<i>λη</i> μπορεί να θεωρηθεί ως [[επίθημα]]) συνδέεται [[πιθανώς]] με τη [[ρίζα]] <i>aiĝ</i>- «κινούμαι ορμητικά» ( | |mltxt=η (Α [[αἴγλη]])<br />[[λάμψη]], [[λαμπρότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επίσης]] [[γοητεία]], [[μεγαλοπρέπεια]], [[φωτοστέφανος]] αγίων (αλλ. [[δόξα]] ή [[άλως]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το φως του ήλιου ή του φεγγαριού<br /><b>2.</b> το φως της ημέρας, [[φέγγος]]<br /><b>3.</b> [[ακτινοβολία]], [[στιλπνότητα]], [[γυαλάδα]], [[λάμψη]]<br /><b>4.</b> γυαλιστερό, αστραφτερό [[αντικείμενο]], [[κόσμημα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «<i>εἰς αἴγλαν [[ἔρχομαι]]», [[έρχομαι]] στο φως της ημέρας, γεννιέμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Η [[ρίζα]] της λέξης <i>αἰγ</i>- (το <i>–λᾶ</i>/<i>λη</i> μπορεί να θεωρηθεί ως [[επίθημα]]) συνδέεται [[πιθανώς]] με τη [[ρίζα]] <i>aiĝ</i>- «κινούμαι ορμητικά» (πρβλ. ελλ. [[αἰγανέη]], αρχ. ινδ. <i>ejati</i> «κινούμαι, [[ανεβαίνω]]» <b>κ.ά.</b>). Σε διαφορετική [[ετυμολογία]] οδηγεί η [[παραδοχή]] άμεσης ετυμολογικής σχέσεως [[μεταξύ]] δυο γνωστών επιθέτων του Απόλλωνος, τών «[[Ἀπόλλων]] Αἰγλάτας</i>» (Ανάφη) και «[[Ἀπόλλων]] [[Ἀσγελάτας]]» (Ανάφη, Θήρα). Αν τα δυο επίθετα [[είναι]] φωνητικές εξελίξεις κοινής ρίζας, [[τότε]] το [[αἴγλη]] θα [[πρέπει]] να παραχθεί από αρχ. τύπο <i>ἄσγλᾶ</i> (με διφθογγισμό <i>αι</i> από [[αντέκταση]] του <i>α</i> και σίγηση του -<i>σ</i>-), ο [[οποίος]] [[πιθανώς]] να συνδέεται με το <i>γελᾶν</i>(-<i>γελᾶτας</i> / -<i>γλᾶτᾶς</i>), που φαίνεται να έχει κάποια [[σχέση]] με το [[αἴγλη]] (πρβλ. Τ 362)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 23 December 2018
Greek Monolingual
η (Α αἴγλη)
λάμψη, λαμπρότητα
νεοελλ.
επίσης γοητεία, μεγαλοπρέπεια, φωτοστέφανος αγίων (αλλ. δόξα ή άλως)
αρχ.
1. το φως του ήλιου ή του φεγγαριού
2. το φως της ημέρας, φέγγος
3. ακτινοβολία, στιλπνότητα, γυαλάδα, λάμψη
4. γυαλιστερό, αστραφτερό αντικείμενο, κόσμημα
5. φρ. «εἰς αἴγλαν ἔρχομαι», έρχομαι στο φως της ημέρας, γεννιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η ρίζα της λέξης αἰγ- (το –λᾶ/λη μπορεί να θεωρηθεί ως επίθημα) συνδέεται πιθανώς με τη ρίζα aiĝ- «κινούμαι ορμητικά» (πρβλ. ελλ. αἰγανέη, αρχ. ινδ. ejati «κινούμαι, ανεβαίνω» κ.ά.). Σε διαφορετική ετυμολογία οδηγεί η παραδοχή άμεσης ετυμολογικής σχέσεως μεταξύ δυο γνωστών επιθέτων του Απόλλωνος, τών «Ἀπόλλων Αἰγλάτας» (Ανάφη) και «Ἀπόλλων Ἀσγελάτας» (Ανάφη, Θήρα). Αν τα δυο επίθετα είναι φωνητικές εξελίξεις κοινής ρίζας, τότε το αἴγλη θα πρέπει να παραχθεί από αρχ. τύπο ἄσγλᾶ (με διφθογγισμό αι από αντέκταση του α και σίγηση του -σ-), ο οποίος πιθανώς να συνδέεται με το γελᾶν(-γελᾶτας / -γλᾶτᾶς), που φαίνεται να έχει κάποια σχέση με το αἴγλη (πρβλ. Τ 362)].