ἀκόρητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκόρητος]], -ον (Α) [[κορέννυμι]]<br /><b>1.</b> ο [[ακόρεστος]]<br />«[[Ἄρης]] [[ἀκόρητος]] αὐτῆς» (Ησίοδος)<br /><b>2.</b> [[ασκούπιστος]], [[ακαλλώπιστος]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀκόρητος]], -ον (Α) [[κόρις]]<br />αυτός που δεν τον ενόχλησαν οι κοριοί.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκόρητος]], -ον (Α) [[κορέννυμι]]<br /><b>1.</b> ο [[ακόρεστος]]<br />«[[Ἄρης]] [[ἀκόρητος]] αὐτῆς» (Ησίοδος)<br /><b>2.</b> [[ασκούπιστος]], [[ακαλλώπιστος]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀκόρητος]], -ον (Α) [[κόρις]]<br />αυτός που δεν τον ενόχλησαν οι κοριοί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκόρητος:''' -ον ([[κορέννυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αχόρταγος]], [[άπληστος]] σε ή με [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ([[κορέω]]), [[ασκούπιστος]], μη [[ξέχειλος]], μη γεμισμένος έως πάνω, [[αδιακόσμητος]], [[αστόλιστος]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 17:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόρητος Medium diacritics: ἀκόρητος Low diacritics: ακόρητος Capitals: ΑΚΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: akórētos Transliteration B: akorētos Transliteration C: akoritos Beta Code: a)ko/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A insatiate, unsated, c. gen., πολέμου, μάχης, ἀπειλάων, Il.12.335, 20.2, 14.479 (not in Od.), cf. Hes.Sc.346; προκάδων h.Ven.71.    II (κόρις) undisturbed by bugs, Ar.Nu.44 (wrongly expl. by Sch. and Phot.p.63 R. as unswept).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόρητος: -ον, (κορέννυμι) = ἀκόρεστος, ἀχόρταστος, μ. γεν., πολέμου, μάχης, ἀπειλάων, Ἰλ. Μ. 335., Υ. 2., Ξ. 479 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ., πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 346· προκάδων, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 71· πρβλ. ἀκόρεστος. ΙΙ. (κορέω) ὁ μὴ σαρωθείς, μὴ καλλωπισθείς, Ἀριστοφ. Νεφ. 44.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
malpropre, non nettoyé.
Étymologie: ἀ, κορέω¹.
2ος, ον :
insatiable de, gén..
Étymologie: ἀ, κορέννυμι.

English (Autenrieth)

(κορέννῦμι): insatiate, w. gen.

Spanish (DGE)

-ον
insaciable, que no se harta de pers. c. gen. μόθου Il.7.117, πολέμου Il.12.335, cf. Il.20.2, μάχης Col.Memn.62.6 (II d.C.?), ἀϋτῆς Il.13.621, Hes.Sc.346, 433, 459, ἀπειλάων Il.14.479, ὑμεναίων Musae.285, ζήλοιό τ' ἐπισμυγερῶς ἀκόρητοι insaciables en sus celos para su propia ruina A.R.1.616, ἀ. ὑσμίνης Nonn.D.32.166, ἱπποσύνης Nonn.D.37.171, δαίμων ... κακῶν θρήνων IGBulg.12.220.5 (Odesos I/II d.C.)
de un charlatán τῇ ἀκορήτῳ γλώσσῃ Gr.Nyss.Eun.2.447, de anim. παρδάλιες ... προκάδων ἀκόρητοι h.Ven.71, de cosas οἶστρος Nonn.D.48.552.
-ον
no acicalado, no refinado, ἄγροικος ... βίος ... ἀκόρητος Ar.Nu.44
del estilo no pulido Gr.Naz.Ep.51.5.

Greek Monolingual

(I)
ἀκόρητος, -ον (Α) κορέννυμι
1. ο ακόρεστος
«Ἄρης ἀκόρητος αὐτῆς» (Ησίοδος)
2. ασκούπιστος, ακαλλώπιστος.———————— (II)
ἀκόρητος, -ον (Α) κόρις
αυτός που δεν τον ενόχλησαν οι κοριοί.

Greek Monotonic

ἀκόρητος: -ον (κορέννυμι),
I. αχόρταγος, άπληστος σε ή με κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
II. (κορέω), ασκούπιστος, μη ξέχειλος, μη γεμισμένος έως πάνω, αδιακόσμητος, αστόλιστος, σε Αριστοφ.