ἀναμφίβολος: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(big3_4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indudable]], [[preciso]], [[cierto]] σύντομα Ascl.<i>Tact</i>.12.11, φύσις Gal.17(1).358, ὅτι ..., ἀναμφίβολον A.D.<i>Pron</i>.52.3, [[ἀφέτης]] Heph.Astr.2.11.124, λόγος <i>PFlor</i>.294.22 (VI d.C.), ὁμολογῶ ... ὀφείλειν σοι καὶ χρεωστεῖν ἐν καθαρῷ καὶ ἀναμφιβόλῳ <i>SB</i> 7201.8 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[la certeza]] Basil.M.30.132A.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[indudablemente]], [[sin dudar]] M.Ant.1.8, κτώμενοι Luc.<i>Anach</i>.24, αἴρειν ἀ. Aenesidamus Gnossius en Phot.<i>Bibl</i>.170<sup>a</sup>29, cf. 169<sup>b</sup>40, παρέχω <i>PMasp</i>.156.21<br /><b class="num">•</b>(VI d.C.), ἀ. καὶ ἀναντιρρήτως <i>PMasp</i>.116.6 (VI d.C.), πιστεύω Gr.Nyss.<i>Usur</i>.199.7, ἀναμφιβόλης (por error) <i>SB</i> 10810.5 (VI d.C.). | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indudable]], [[preciso]], [[cierto]] σύντομα Ascl.<i>Tact</i>.12.11, φύσις Gal.17(1).358, ὅτι ..., ἀναμφίβολον A.D.<i>Pron</i>.52.3, [[ἀφέτης]] Heph.Astr.2.11.124, λόγος <i>PFlor</i>.294.22 (VI d.C.), ὁμολογῶ ... ὀφείλειν σοι καὶ χρεωστεῖν ἐν καθαρῷ καὶ ἀναμφιβόλῳ <i>SB</i> 7201.8 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[la certeza]] Basil.M.30.132A.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[indudablemente]], [[sin dudar]] M.Ant.1.8, κτώμενοι Luc.<i>Anach</i>.24, αἴρειν ἀ. Aenesidamus Gnossius en Phot.<i>Bibl</i>.170<sup>a</sup>29, cf. 169<sup>b</sup>40, παρέχω <i>PMasp</i>.156.21<br /><b class="num">•</b>(VI d.C.), ἀ. καὶ ἀναντιρρήτως <i>PMasp</i>.116.6 (VI d.C.), πιστεύω Gr.Nyss.<i>Usur</i>.199.7, ἀναμφιβόλης (por error) <i>SB</i> 10810.5 (VI d.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναμφίβολος]], -ον) [[ἀμφίβολος]]<br />αυτός που δεν επιδέχεται αμφιβολίες, ο μη [[αμφίβολος]], [[βέβαιος]], [[σίγουρος]], [[θετικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unambiguous, σύντομα καὶ ἀ. Ascl.Tact.12.11; ἀ. νίκη v.l. in D.H.3.57; φύσις Gal.17(1).370(358). Adv. -λως M. Ant.1.8, Luc.Anach.24.
German (Pape)
[Seite 198] unzweideutig, zuverlässig, Sp., z. B. νίκη D. Hal. 3, 57. – Adv., Luc. Gymn. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμφίβολος: -ον, ὁ μὴ ἀμφίβολος, βέβαιος, θετικός, νίκη Διον. Ἁλ. 3. 57. - Ἐπίρρ. -λως Λουκ. Γυμν. 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non douteux, non contestable.
Étymologie: ἀ, ἀμφιβάλλω.
Spanish (DGE)
-ον
1 indudable, preciso, cierto σύντομα Ascl.Tact.12.11, φύσις Gal.17(1).358, ὅτι ..., ἀναμφίβολον A.D.Pron.52.3, ἀφέτης Heph.Astr.2.11.124, λόγος PFlor.294.22 (VI d.C.), ὁμολογῶ ... ὀφείλειν σοι καὶ χρεωστεῖν ἐν καθαρῷ καὶ ἀναμφιβόλῳ SB 7201.8 (VI d.C.)
•subst. τὸ ἀ. la certeza Basil.M.30.132A.
2 adv. -ως indudablemente, sin dudar M.Ant.1.8, κτώμενοι Luc.Anach.24, αἴρειν ἀ. Aenesidamus Gnossius en Phot.Bibl.170a29, cf. 169b40, παρέχω PMasp.156.21
•(VI d.C.), ἀ. καὶ ἀναντιρρήτως PMasp.116.6 (VI d.C.), πιστεύω Gr.Nyss.Usur.199.7, ἀναμφιβόλης (por error) SB 10810.5 (VI d.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναμφίβολος, -ον) ἀμφίβολος
αυτός που δεν επιδέχεται αμφιβολίες, ο μη αμφίβολος, βέβαιος, σίγουρος, θετικός.