ἀκύλιστος: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
(big3_2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[inamovible]] κραδίη Timo <i>SHell</i>.790, de Protágoras, Timo <i>SHell</i>.779.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[inamovible]] κραδίη Timo <i>SHell</i>.790, de Protágoras, Timo <i>SHell</i>.779.
}}
{{grml
|mltxt=και ακύλητος και ακύλιγος, -η, -ο (Α [[ἀκύλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀκύλιστος]] [[κραδίη]]», ψυχρή, ατρόμητη [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[κυλιστός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐκύλισα</i>, [[κυλίω]].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκύλιστος Medium diacritics: ἀκύλιστος Low diacritics: ακύλιστος Capitals: ΑΚΥΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akýlistos Transliteration B: akylistos Transliteration C: akylistos Beta Code: a)ku/listos

English (LSJ)

ον,

   A not to be rolled about: metaph., κραδίη ἀ. an undaunted heart, Timo 16.    II of Protagoras, οὐκ ἀ. not without volubility or versatility, Id.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκύλιστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυλίσῃ τῇδε κἀκεῖσαι: μεταφ. κραδίη ἀκ., ἄτρομος καρδία, Τίμων παρ’ Ἀθην. 162F. ΙΙ. περὶ Πρωταγόρου, οὐκ. ἀκ. οὐχὶ ἄνευ εὐστροφρίας γλώσσης, ἢ εὐτραπελίας, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 57.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῠ-]
inamovible κραδίη Timo SHell.790, de Protágoras, Timo SHell.779.

Greek Monolingual

και ακύλητος και ακύλιγος, -η, -ο (Α ἀκύλητος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικά
νεοελλ.
αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται κάπου
αρχ.
φρ. «ἀκύλιστος κραδίη», ψυχρή, ατρόμητη καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + κυλιστός < ἐκύλισα, κυλίω.