βραδυπόρος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_1) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>litt.</i> qui marche <i>ou</i> s’avance lentement.<br />'''Étymologie:''' [[βραδύς]], [[πόρος]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>litt.</i> qui marche <i>ou</i> s’avance lentement.<br />'''Étymologie:''' [[βραδύς]], [[πόρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βραδυπόρος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που βαδίζει [[αργά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αργός]], [[νωθρός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βραδυπόρον [[πέλαγος]]» — [[πέλαγος]] το οποίο διασχίζει [[αργά]] το [[πλοίο]]<br /><b>3.</b> (για [[τροφή]]) [[δύσπεπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βραδύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A slow-passing, of food, Hp.Acut.62, Ruf. ap. Orib.5.3.4, Philagr.ib.5.19.4; of humours, Gal.7.341: generally, slow, ὅρασις Plu.2.626a; β. πέλαγος slow to pass, ib.941b.
German (Pape)
[Seite 461] langsam gehend, Plut.; bes. = schwer zu verdauen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
βραδυπόρος: -ον, ὁ βραδέως διερχόμενος, ἐπὶ τροφῆς = δυσκολοχώνευτος, Ἱππ. Ὀξ. 394· καθόλου, βραδύς, νωθρός, ἀργός, ὅρασις Πλούτ. 2. 626Α· βρ. πέλαγος, τὸ ὁποῖόν τις βραδέως περᾷ, αὐτόθι 941Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
litt. qui marche ou s’avance lentement.
Étymologie: βραδύς, πόρος.
Greek Monolingual
βραδυπόρος, -ον (AM)
μσν.
αυτός που βαδίζει αργά
αρχ.
1. αργός, νωθρός
2. φρ. «βραδυπόρον πέλαγος» — πέλαγος το οποίο διασχίζει αργά το πλοίο
3. (για τροφή) δύσπεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + -πορος < πόρος «πέρασμα»].