ἀσυμπαθής: Difference between revisions
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[carente de compasión]], [[inmisericorde]], [[cruel]] de pers. ἑαυτῷ Plu.<i>Cor</i>.21, πρὸς ὑμᾶς Plu.2.976c, cf. Phld.<i>Herc</i>.1251.20.18, εἰ καὶ [[ἄλλως]] ἀσυμπαθὴς ἦν Basil.M.30.216B<br /><b class="num">•</b>de abstr. πάθαι Eus.<i>HE</i> 8.12.7, τρόπος Cyr.Al.M.72.620C<br /><b class="num">•</b>subst. εἰς ἐσχάτην ὠμότητα καὶ τὸ ἀσυμπαθές Chrys.M.57.310.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[que no comparte un sentimiento]] (ἡμεῖς) ἀσυμπαθεῖς πρὸς τὸν λόγον no nos sentimos de acuerdo con el nombre (de judíos)</i>, Arr.<i>Epict</i>.2.9.21, ἐν τοῖς θεάτροις ἀσυμπαθέστατος ἦν D.L.4.17<br /><b class="num">•</b>de cosas y abstr. [[incompatible]] τιμή Plot.2.9.16, de las partes del cosmos καὶ οὐκ ἀσυμπαθῆ ... τὰ μέρη θησόμεθα Synes.<i>Prouid</i>.2.7, (τὸ παραγόμενον) Procl.<i>Inst</i>.28, de los signos del zodíaco <i>Cat.Cod.Astr</i>.1.135.13<br /><b class="num">•</b>[[carente de expresión]] ὀφθαλμοί Sch.A.<i>Th</i>.696b.<br /><b class="num">3</b> medic. [[no afectado]] por una operación, Sor.139.28.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[sin compasión]] φονεύειν ἀ. D.S.13.62, ἀ. τῶν ἠτυχηκότων D.S.13.111, κινεῖσθαι ἀ. Porph.<i>Sent</i>.32. | |dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[carente de compasión]], [[inmisericorde]], [[cruel]] de pers. ἑαυτῷ Plu.<i>Cor</i>.21, πρὸς ὑμᾶς Plu.2.976c, cf. Phld.<i>Herc</i>.1251.20.18, εἰ καὶ [[ἄλλως]] ἀσυμπαθὴς ἦν Basil.M.30.216B<br /><b class="num">•</b>de abstr. πάθαι Eus.<i>HE</i> 8.12.7, τρόπος Cyr.Al.M.72.620C<br /><b class="num">•</b>subst. εἰς ἐσχάτην ὠμότητα καὶ τὸ ἀσυμπαθές Chrys.M.57.310.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[que no comparte un sentimiento]] (ἡμεῖς) ἀσυμπαθεῖς πρὸς τὸν λόγον no nos sentimos de acuerdo con el nombre (de judíos)</i>, Arr.<i>Epict</i>.2.9.21, ἐν τοῖς θεάτροις ἀσυμπαθέστατος ἦν D.L.4.17<br /><b class="num">•</b>de cosas y abstr. [[incompatible]] τιμή Plot.2.9.16, de las partes del cosmos καὶ οὐκ ἀσυμπαθῆ ... τὰ μέρη θησόμεθα Synes.<i>Prouid</i>.2.7, (τὸ παραγόμενον) Procl.<i>Inst</i>.28, de los signos del zodíaco <i>Cat.Cod.Astr</i>.1.135.13<br /><b class="num">•</b>[[carente de expresión]] ὀφθαλμοί Sch.A.<i>Th</i>.696b.<br /><b class="num">3</b> medic. [[no afectado]] por una operación, Sor.139.28.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[sin compasión]] φονεύειν ἀ. D.S.13.62, ἀ. τῶν ἠτυχηκότων D.S.13.111, κινεῖσθαι ἀ. Porph.<i>Sent</i>.32. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (AM [[ἀσυμπαθής]], -ές) [[συμπάσχω]]<br />[[εκείνος]] που δεν αισθάνεται [[συμπάθεια]] για κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο μη [[συμπαθής]], ο [[αντιπαθητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν θεραπεύεται με [[εγχείρηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A without fellow-feeling or sympathy, ἑαυτῷ Plu.Cor.21; πρός τινα Id.2.976c, cf. Phld.Herc.1251.20, Plot.2.9.16, Procl.Inst.28; πρὸς τὸν λόγον Arr.Epict.2.9.21. Adv. -θῶς D.S.13.111, Porph.Sent.32. II Medic., unaffected by an operation, Sor.2.60. III Astrol., epith. of certain ζῴδια, Cat. Cod.Astr.1.135.13. Adv.-θῶς Vett.Val.146.24.
German (Pape)
[Seite 380] ές, ohne Mitgefühl, nicht theilnehmend, τινί, mit Einem, Plut. Cor. 21; D. Sic. 13, 111; nicht übereinstimmend, πρός τι Sp.; καὶ ἀσύγκρατος Plut. adv. Col. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμπᾰθής: -ές, μὴ ἔχων συμπάθειαν, τινι Πλουτ. Κορ. 21· πρός τινα ὁ αὐτ. 2. 976C. - Ἐπίρρ. -θῶς Διόδ. 13. 111.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui manque de sympathie ou de compassion.
Étymologie: ἀ, συμπαθής.
Spanish (DGE)
-ές
I 1carente de compasión, inmisericorde, cruel de pers. ἑαυτῷ Plu.Cor.21, πρὸς ὑμᾶς Plu.2.976c, cf. Phld.Herc.1251.20.18, εἰ καὶ ἄλλως ἀσυμπαθὴς ἦν Basil.M.30.216B
•de abstr. πάθαι Eus.HE 8.12.7, τρόπος Cyr.Al.M.72.620C
•subst. εἰς ἐσχάτην ὠμότητα καὶ τὸ ἀσυμπαθές Chrys.M.57.310.
2 de pers. que no comparte un sentimiento (ἡμεῖς) ἀσυμπαθεῖς πρὸς τὸν λόγον no nos sentimos de acuerdo con el nombre (de judíos), Arr.Epict.2.9.21, ἐν τοῖς θεάτροις ἀσυμπαθέστατος ἦν D.L.4.17
•de cosas y abstr. incompatible τιμή Plot.2.9.16, de las partes del cosmos καὶ οὐκ ἀσυμπαθῆ ... τὰ μέρη θησόμεθα Synes.Prouid.2.7, (τὸ παραγόμενον) Procl.Inst.28, de los signos del zodíaco Cat.Cod.Astr.1.135.13
•carente de expresión ὀφθαλμοί Sch.A.Th.696b.
3 medic. no afectado por una operación, Sor.139.28.
II adv. -ῶς sin compasión φονεύειν ἀ. D.S.13.62, ἀ. τῶν ἠτυχηκότων D.S.13.111, κινεῖσθαι ἀ. Porph.Sent.32.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀσυμπαθής, -ές) συμπάσχω
εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια για κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
ο μη συμπαθής, ο αντιπαθητικός
αρχ.
εκείνος που δεν θεραπεύεται με εγχείρηση.