δι-: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(6_4)
 
(9)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''δι-''': ᾰλείφω, μέλλ. -ψω, [[χρίω]], [[ἀλείφω]], Ἱππ. 614. 52. ΙΙ. [[ἐξαλείφω]], [[σπογγίζω]], Πλούτ. Ἀράτ. 13, Ἀθην. 407C.
|lstext='''δι-''': ᾰλείφω, μέλλ. -ψω, [[χρίω]], [[ἀλείφω]], Ἱππ. 614. 52. ΙΙ. [[ἐξαλείφω]], [[σπογγίζω]], Πλούτ. Ἀράτ. 13, Ἀθην. 407C.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΝ)<br />α' συνθετικό που αποτελεί με ονόματα μεν ουσιαστικά τα οποία δηλώνουν τον διπλασιασμό του β' συνθετικού, όπως [[δικέφαλος]], [[δίκωπος]], [[διώροφος]], [[δισύλλαβος]] κ.λπ. ([[αλλά]] και επίθετα, όπως δισύλλαβη [[λέξη]], [[δίκωπος]] [[λέμβος]]), με ρηματικά δε επίθετα, τών οποίων η [[έννοια]] του β' συνθετικού αποδίδεται [[διπλή]] στα ουσιαστικά στα οποία αναφέρεται, όπως (φύω) [[διφυής]], ([[βάπτω]]) [[δίβαφος]], ([[γένω]]) [[διγενής]] κ.λπ.
}}
}}

Latest revision as of 06:27, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

δι-: ᾰλείφω, μέλλ. -ψω, χρίω, ἀλείφω, Ἱππ. 614. 52. ΙΙ. ἐξαλείφω, σπογγίζω, Πλούτ. Ἀράτ. 13, Ἀθην. 407C.

Greek Monolingual

(ΑΝ)
α' συνθετικό που αποτελεί με ονόματα μεν ουσιαστικά τα οποία δηλώνουν τον διπλασιασμό του β' συνθετικού, όπως δικέφαλος, δίκωπος, διώροφος, δισύλλαβος κ.λπ. (αλλά και επίθετα, όπως δισύλλαβη λέξη, δίκωπος λέμβος), με ρηματικά δε επίθετα, τών οποίων η έννοια του β' συνθετικού αποδίδεται διπλή στα ουσιαστικά στα οποία αναφέρεται, όπως (φύω) διφυής, (βάπτω) δίβαφος, (γένω) διγενής κ.λπ.