δυσικός: Difference between revisions
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(big3_12) |
(10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[occidental]], [[de poniente]] πύλαι Hierocl.<i>Facet</i>.110, [[ἄνεμος]] Sch.Opp.<i>H</i>.1.793, δυσικοῦ ὄντος ἡλίου en la puesta de sol</i> Ps.Callisth.3.35Γ<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. punto celeste [[descendente]], <i>PLond</i>.98.51 (I/II d.C.). | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[occidental]], [[de poniente]] πύλαι Hierocl.<i>Facet</i>.110, [[ἄνεμος]] Sch.Opp.<i>H</i>.1.793, δυσικοῦ ὄντος ἡλίου en la puesta de sol</i> Ps.Callisth.3.35Γ<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. punto celeste [[descendente]], <i>PLond</i>.98.51 (I/II d.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δυσικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[δυτικός]], [[προς]] τη [[δύση]]<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από τη [[δύση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] που ανήκει ή αναφέρεται στη Δυτική, στην Καθολική Εκκλησία. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = δυτικός, PLond.1.98.51.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
occidental, de poniente πύλαι Hierocl.Facet.110, ἄνεμος Sch.Opp.H.1.793, δυσικοῦ ὄντος ἡλίου en la puesta de sol Ps.Callisth.3.35Γ
•subst. τὸ δ. punto celeste descendente, PLond.98.51 (I/II d.C.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δυσικός, -ή, -όν)
1. δυτικός, προς τη δύση
2. αυτός που προέρχεται από τη δύση
μσν.
εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στη Δυτική, στην Καθολική Εκκλησία.