ἐξαναπνέω: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[recobrar el aliento]], [[tomar un respiro]] μόγις ἐξαναπνεύσας ἐλοιδόρησεν ὀργῇ Pl.<i>Phdr</i>.254c, πρῶτον δὴ στάντες οἷον ἐξαναπνεύσωμεν Pl.<i>Sph</i>.231c.
|dgtxt=[[recobrar el aliento]], [[tomar un respiro]] μόγις ἐξαναπνεύσας ἐλοιδόρησεν ὀργῇ Pl.<i>Phdr</i>.254c, πρῶτον δὴ στάντες οἷον ἐξαναπνεύσωμεν Pl.<i>Sph</i>.231c.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξαναπνέω]] (Α)<br />[[αποκτώ]] και [[πάλι]] την [[αναπνοή]] μου, [[ξαναπαίρνω]] [[ανάσα]], [[αναπνέω]] και [[πάλι]] («πρῶτον δὴ στάντες [[οἷον]] ἐξαναπνεύσωμεν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαναπνέω Medium diacritics: ἐξαναπνέω Low diacritics: εξαναπνέω Capitals: ΕΞΑΝΑΠΝΕΩ
Transliteration A: exanapnéō Transliteration B: exanapneō Transliteration C: eksanapneo Beta Code: e)canapne/w

English (LSJ)

   A recover breath, Pl.Phdr.254c, Sph.231c.

German (Pape)

[Seite 868] (s. πνέω), wieder zu Athem kommen, sich erholen; Plat. Soph. 231 c; μόγις ἐξαναπνεύσας Phaedr. 254 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναπνέω: ἀνακτῶμαι τὴν ἀναπνοήν, ἰδίως μετά τι πάθημα, μόγις ἐξαναπνεύσας ἐλοιδόρησεν ὀργῇ Πλάτ. Φαῖδρ. 254C, Σοφ. 231C.

Spanish (DGE)

recobrar el aliento, tomar un respiro μόγις ἐξαναπνεύσας ἐλοιδόρησεν ὀργῇ Pl.Phdr.254c, πρῶτον δὴ στάντες οἷον ἐξαναπνεύσωμεν Pl.Sph.231c.

Greek Monolingual

ἐξαναπνέω (Α)
αποκτώ και πάλι την αναπνοή μου, ξαναπαίρνω ανάσα, αναπνέω και πάλι («πρῶτον δὴ στάντες οἷον ἐξαναπνεύσωμεν», Πλάτ.).