ἐντρεπτικός: Difference between revisions
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(big3_15) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[censurable]], [[incorrecto]] ref. al estilo οὐδὲν ἐντρεπτικώτερον τῆς λέξεως Chrys.M.62.278, ἐντρεπτικὸν δὲ καὶ τὸ «[[ἐγώ]]» Herm.<i>in Phdr</i>.72, ref. a la expr. «ὄπισθε μένων» en vez de «ὄπισθεν μένοντος» Eust.754.42, cf. 571.26.<br /><b class="num">2</b> [[que avergüenza]], [[que hace avergonzarse]] λόγοι Ael.<i>NA</i> 3.1, ὁ Χριστὸς ... πολλὰ ἐντρεπτικὰ λέγει Chrys.M.59.253, cf. 62.429.<br /><b class="num">3</b> [[que censura]], [[que reprende]] τρόπος Chrys.M.59.391, ῥῆμα Chrys.M.62.710<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἐ. [[vergüenza]], [[pudor]] Arr.<i>Epict</i>.1.5.3, 9, Eust.626.39.<br /><b class="num">3</b> ret. [[refutatorio]] λόγος op. [[ἀποδεικτικός]] Olymp.<i>in Grg</i>.9.3, [[ἔλεγχος]] Sch.Pl.<i>Grg</i>.458e.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[con reproche o reprobación]] τοῦτο οὖν ἐ. λέγει πρὸς τὸν Ἰώβ Olymp.<i>Iob</i> 137.9, cf. Chrys.M.59.455, ἀκούειν Didym.<i>Gen</i>.91.4, cf. 123.23, Thdt.<i>Is</i>.12.197. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[censurable]], [[incorrecto]] ref. al estilo οὐδὲν ἐντρεπτικώτερον τῆς λέξεως Chrys.M.62.278, ἐντρεπτικὸν δὲ καὶ τὸ «[[ἐγώ]]» Herm.<i>in Phdr</i>.72, ref. a la expr. «ὄπισθε μένων» en vez de «ὄπισθεν μένοντος» Eust.754.42, cf. 571.26.<br /><b class="num">2</b> [[que avergüenza]], [[que hace avergonzarse]] λόγοι Ael.<i>NA</i> 3.1, ὁ Χριστὸς ... πολλὰ ἐντρεπτικὰ λέγει Chrys.M.59.253, cf. 62.429.<br /><b class="num">3</b> [[que censura]], [[que reprende]] τρόπος Chrys.M.59.391, ῥῆμα Chrys.M.62.710<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἐ. [[vergüenza]], [[pudor]] Arr.<i>Epict</i>.1.5.3, 9, Eust.626.39.<br /><b class="num">3</b> ret. [[refutatorio]] λόγος op. [[ἀποδεικτικός]] Olymp.<i>in Grg</i>.9.3, [[ἔλεγχος]] Sch.Pl.<i>Grg</i>.458e.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[con reproche o reprobación]] τοῦτο οὖν ἐ. λέγει πρὸς τὸν Ἰώβ Olymp.<i>Iob</i> 137.9, cf. Chrys.M.59.455, ἀκούειν Didym.<i>Gen</i>.91.4, cf. 123.23, Thdt.<i>Is</i>.12.197. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐντρεπτικός]], -ή, -όν (AM)<br />[[επιτιμητικός]], [[επιπληκτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἐντρεπτικῶς</i><br />επιτιμητικά, επιπληκτικά, ελεγκτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐντρεπτικόν</i><br />η [[συναίσθηση]] της αισχύνης, της ντροπής. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fit to put one to shame, Ael.NA3.1; τὸ ἐ. the sense of shame, Arr.Epict.1.5.3, 9. II commanding respect, Herm. in Phdr.p.72A. III Adv. -κῶς· ἐλεγκτικῶς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 858] ή, όν, der sich zur Erkenntniß bringen, beschämen läßt, καὶ αἰδήμων Arr.; – geeignet, Jemanden zur Erkenntniß zu bringen, ihn zu beschämen, λόγοι Ael. N. A. 3, 1. – Adv., K. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντρεπτικός: -ή, -όν, ἐπιτιμητικός, ἐπιπληκτικός, Αἰλ. π. Ζ. 3. 1· τὸ ἐντρ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 5, 3 καὶ 9. - Ἐπίρρ. ἐντρεπτικῶς, «ἐλεγκτικῶς» (Ἡσύχ.), Ὠριγέν. ΙΙΙ, 545C, Ἰω. Χρυσ. Ι. 713Ε, Χ. 15Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à faire rentrer en soi-même, à rendre honteux, à faire rougir.
Étymologie: ἐντρέπω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1censurable, incorrecto ref. al estilo οὐδὲν ἐντρεπτικώτερον τῆς λέξεως Chrys.M.62.278, ἐντρεπτικὸν δὲ καὶ τὸ «ἐγώ» Herm.in Phdr.72, ref. a la expr. «ὄπισθε μένων» en vez de «ὄπισθεν μένοντος» Eust.754.42, cf. 571.26.
2 que avergüenza, que hace avergonzarse λόγοι Ael.NA 3.1, ὁ Χριστὸς ... πολλὰ ἐντρεπτικὰ λέγει Chrys.M.59.253, cf. 62.429.
3 que censura, que reprende τρόπος Chrys.M.59.391, ῥῆμα Chrys.M.62.710
•neutr. subst. τὸ ἐ. vergüenza, pudor Arr.Epict.1.5.3, 9, Eust.626.39.
3 ret. refutatorio λόγος op. ἀποδεικτικός Olymp.in Grg.9.3, ἔλεγχος Sch.Pl.Grg.458e.
II adv. -ῶς con reproche o reprobación τοῦτο οὖν ἐ. λέγει πρὸς τὸν Ἰώβ Olymp.Iob 137.9, cf. Chrys.M.59.455, ἀκούειν Didym.Gen.91.4, cf. 123.23, Thdt.Is.12.197.
Greek Monolingual
ἐντρεπτικός, -ή, -όν (AM)
επιτιμητικός, επιπληκτικός
μσν.
επίρρ. ἐντρεπτικῶς
επιτιμητικά, επιπληκτικά, ελεγκτικά
αρχ.
1. αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντρεπτικόν
η συναίσθηση της αισχύνης, της ντροπής.