ἐξαναστρέφω: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(big3_15)
(12)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἐξᾰναστρέφω)<br />[[volver de arriba abajo]], [[derribar completamente]] en v. pas. δαιμόνων θ' ἱδρύματα ... ἐξανέστραπται βάθρων A.<i>Pers</i>.812, cf. S.<i>Fr</i>.727.
|dgtxt=(ἐξᾰναστρέφω)<br />[[volver de arriba abajo]], [[derribar completamente]] en v. pas. δαιμόνων θ' ἱδρύματα ... ἐξανέστραπται βάθρων A.<i>Pers</i>.812, cf. S.<i>Fr</i>.727.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξαναστρέφω]] (Α)<br />[[αναποδογυρίζω]], [[ανατρέπω]], [[γκρεμίζω]] [[κάτι]] από τη [[θέση]] του («ἱδρύματα... ἐξανέστραπται βάθρων», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαναστρέφω Medium diacritics: ἐξαναστρέφω Low diacritics: εξαναστρέφω Capitals: ΕΞΑΝΑΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: exanastréphō Transliteration B: exanastrephō Transliteration C: eksanastrefo Beta Code: e)canastre/fw

English (LSJ)

   A turn upside down, μακέλλῃ Ζηνὸς ἐξαναστραφῇ S. Fr.727: c. gen. loci, hurl headlong from .., δαιμόνων ἱδρύματα . . ἐξανέστραπται βάθρων A.Pers.812.

German (Pape)

[Seite 868] von Etwas umkehren u. herabstürzen; δαιμόνων θ' ἱδρύματα ἐξανέστραπται βάθρων, sie sind von ihren Gestellen herabgestürzt, Aesch. Pers. 798; χρυσῇ μακέλλῃ Διὸς ἐξαναστραφῇ Soph. frg. 767, zu Grunde. richten.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναστρέφω: μετὰ γεν. τόπου, ἀνατρέπω τι ἔκ τινος, καταρρίπτω, δαιμόνων ἱδρύματα πρόρριζα φύρδην ἐξανέστραπται βάθρων Αἰσχύλ. Πέρσ. 812, Σοφ. Ἀποσπ. 767.

French (Bailly abrégé)

renverser de ses fondements, détruire de fond en comble : δαιμόνων ἱδρύματα ἐξανέστραπται βάθρων ESCHL les statues des dieux ont été renversées de leurs socles.
Étymologie: ἐξ, ἀναστρέφω.

Spanish (DGE)

(ἐξᾰναστρέφω)
volver de arriba abajo, derribar completamente en v. pas. δαιμόνων θ' ἱδρύματα ... ἐξανέστραπται βάθρων A.Pers.812, cf. S.Fr.727.

Greek Monolingual

ἐξαναστρέφω (Α)
αναποδογυρίζω, ανατρέπω, γκρεμίζω κάτι από τη θέση του («ἱδρύματα... ἐξανέστραπται βάθρων», Αισχύλ.).