Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἕρπυλλος: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />serpolet, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἕρπω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />serpolet, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἕρπω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἕρπυλλος]], ὁ και ποιητ. [[ἕρπυλλος]], ἡ) [[έρπω]]<br /><b>1.</b> [[ευώδης]] [[θάμνος]] της οικογένειας τών χειλανθών, αλλ. [[θύμος]] ο [[έρπυλλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ερπύλλου έλαιον» — άχρωμο ή [[ελαφρώς]] κιτρινωπό [[υγρό]], αρωματικό και καμφορούχο που προέρχεται από τον θύμο τον έρπυλλο<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευώδης]] [[θάμνος]], [[κληματώδης]], [[αειθαλής]], από τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες κατασκεύαζαν στεφάνια, πιθ. η [[καλαμίνθη]] η [[πολιά]], αγριοβασιλικός.
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕρπυλλος Medium diacritics: ἕρπυλλος Low diacritics: έρπυλλος Capitals: ΕΡΠΥΛΛΟΣ
Transliteration A: hérpyllos Transliteration B: herpyllos Transliteration C: erpyllos Beta Code: e(/rpullos

English (LSJ)

ὁ, poet. also ἡ, Theoc.Ep.1, AP4.1.54 (Mel.), Pancr. ap. Ath.15.677f:—

   A tufted thyme, Thymus Sibthorpii, Cratin.98, Ar.Pax168, Thphr.HP1.9.4, al., CP2.18.2, Dsc.3.38.

German (Pape)

[Seite 1034] ὁ, auch ἡ, Mel. 1 (IV, 1, 54); bei Ath. XV, 677 f 681 e; eine Pflanze, Quendel, eine rankende, immergrüne Staude, den Musen heilig u. häufig zu Kränzen benutzt, Ar. Pax 168; Nic. Ther. 67 u. öfter; Hosch. 2, 66 u. a. sp. D.; Arist. H. A. 9, 40; Theophr., auch mit einem λ geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

ἕρπυλλος: ὁ, καὶ ποιητικῶς ἡ, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 1, Ἀνθ. Π. 4. 1, 54, Παγκράτης παρ’ Ἀθην. 677F· εἶδος ἑρπυστικοῦ ἀειθαλοῦς φυτοῦ, Λατ. serpyllum, ἐξ οὗ κατεσκεύαζον στεφάνους· ἦν δὲ ἱερὸν ταῖς Μούσαις, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 1, Ἀριστοφ. Εἰρ. 168. - Κατὰ Σουΐδ.: «ἕρπυλλος εἶδος ἄνθους, σαμψύχῳ ὅμοιον, ὃ μάλιστα ἐν τοῖς ὕδασι θάλλει. φυταρίου τι εἶδος· παρὰ τὸ ἕρπειν ταῖς ῥίζαις. ἔστι δὲ καὶ εὐωδέστατον».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
serpolet, plante.
Étymologie: ἕρπω.

Greek Monolingual

ο (Α ἕρπυλλος, ὁ και ποιητ. ἕρπυλλος, ἡ) έρπω
1. ευώδης θάμνος της οικογένειας τών χειλανθών, αλλ. θύμος ο έρπυλλος
2. φρ. «ερπύλλου έλαιον» — άχρωμο ή ελαφρώς κιτρινωπό υγρό, αρωματικό και καμφορούχο που προέρχεται από τον θύμο τον έρπυλλο
αρχ.
ευώδης θάμνος, κληματώδης, αειθαλής, από τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες κατασκεύαζαν στεφάνια, πιθ. η καλαμίνθη η πολιά, αγριοβασιλικός.