καθάρυλλος: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθάρυλλος''': -ον, κωμικὸν ὑποκορ. τοῦ [[καθαρός]], «καθαρούτσικος», ἄρτους πριάμενος μὴ τῶν καθαρύλλων Πλάτ. Κωμ. ἐν «Νυκτὶ μακρᾶ» 1. - Ἐπίρρ. καθαρύλλως, Κρατῖν. ἐν «Δηλιάσιν» 7.
|lstext='''καθάρυλλος''': -ον, κωμικὸν ὑποκορ. τοῦ [[καθαρός]], «καθαρούτσικος», ἄρτους πριάμενος μὴ τῶν καθαρύλλων Πλάτ. Κωμ. ἐν «Νυκτὶ μακρᾶ» 1. - Ἐπίρρ. καθαρύλλως, Κρατῖν. ἐν «Δηλιάσιν» 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθάρυλλος]], -ον (Α)<br />(κωμ. υποκορ. του [[καθαρός]]) [[κάπως]] [[καθαρός]], λίγο [[καθαρός]], [[καθαρούτσικος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθαρύλλως</i> (Α)<br />[[κάπως]] [[καθαρά]], καθαρούτσικα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>υλλος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άρκ</i>-<i>υλλος</i>, <i>μάτρ</i>-<i>υλλος</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθάρυλλος Medium diacritics: καθάρυλλος Low diacritics: καθάρυλλος Capitals: ΚΑΘΑΡΥΛΛΟΣ
Transliteration A: katháryllos Transliteration B: katharyllos Transliteration C: katharyllos Beta Code: kaqa/rullos

English (LSJ)

ον, Com. Dim. of καθαρός,

   A dainty, ἄρτοι Pl.Com.86. Adv. -λλως Cratin.27.

German (Pape)

[Seite 1282] dim. zu καθαρός, säuberlich, Plat. com. bei Ath. III, 110 d; auch adv., Cratin. ib. IX, 396 b.

Greek (Liddell-Scott)

καθάρυλλος: -ον, κωμικὸν ὑποκορ. τοῦ καθαρός, «καθαρούτσικος», ἄρτους πριάμενος μὴ τῶν καθαρύλλων Πλάτ. Κωμ. ἐν «Νυκτὶ μακρᾶ» 1. - Ἐπίρρ. καθαρύλλως, Κρατῖν. ἐν «Δηλιάσιν» 7.

Greek Monolingual

καθάρυλλος, -ον (Α)
(κωμ. υποκορ. του καθαρός) κάπως καθαρός, λίγο καθαρός, καθαρούτσικος.
επίρρ...
καθαρύλλως (Α)
κάπως καθαρά, καθαρούτσικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + υποκορ. κατάλ. -υλλος (πρβλ. άρκ-υλλος, μάτρ-υλλος)].