κατάφοβος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />épouvanté.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φέβομαι]].
|btext=ος, ον :<br />épouvanté.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φέβομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάφοβος]], -ον)<br />[[περιδεής]], [[περίφοβος]], [[γεμάτος]] φόβο, («[[ἦσαν]] κατάφοβοι τοὺς ἐλέφαντας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιφέρει φόβο, που τρομάζει κάποιον («ἐπὶ τῇ καταφόβῳ γενομένῃ μηνύσει», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φοβος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επί</i>-<i>φοβος</i>, [[περί]]-<i>φοβος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάφοβος Medium diacritics: κατάφοβος Low diacritics: κατάφοβος Capitals: ΚΑΤΑΦΟΒΟΣ
Transliteration A: katáphobos Transliteration B: kataphobos Transliteration C: katafovos Beta Code: kata/fobos

English (LSJ)

ον,

   A fearful, afraid of, κ. ἦν, = κατεφοβεῖτο, c. acc., ἐλέφαντας Plb.1.39.12; τὸ μέλλον Id.3.107.15; κ. ἦν μή . . Id.10.7.7: abs., κ. γίγνεσθαι LXX Pr.29.16, cf. Ath. Med. ap. Orib.inc.21.3; κ. βίος Plu.Dio 4.    II Act., terrifying, μήνυσις PSI6.684.17 (iv/v A.D.).

German (Pape)

[Seite 1389] voll Furcht, erschreckt; κατάφοβος ἦν, μὴ περιπέσῃ συμφοραῖς Pol. 10, 7, 7; τοὺς ἐλέφαντας κατάφοβοι, voll Furcht vor den Elephanten, 1, 39, 12; τὸ μέλλον 3, 107, 15, öfter; Plut. Dion. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
épouvanté.
Étymologie: κατά, φέβομαι.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάφοβος, -ον)
περιδεής, περίφοβος, γεμάτος φόβο, («ἦσαν κατάφοβοι τοὺς ἐλέφαντας», Πολ.)
αρχ.
αυτός που επιφέρει φόβο, που τρομάζει κάποιον («ἐπὶ τῇ καταφόβῳ γενομένῃ μηνύσει», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φοβος (< φόβος), πρβλ. επί-φοβος, περί-φοβος].