ἐπιχρονίζω: Difference between revisions
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
(6_13b) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιχρονίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, διαρκῶ ἐπὶ πολύ, [[ὅταν]] (τὸ θερμὸν) ἐπιχρνίσῃ Ἀριστ. Πρβλ. 24. 2· ἐπικεχρονικὸς [[οἴδημα]], παλαιόν, ἐκ πολλοῦ, χρόνιον, Γαλην.: - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Παθ., ἐπιχρονιζόμενος δὲ (ὁ [[νότος]]) ψυχθεὶς συνίσταται [[μᾶλλον]] εἰς [[ὕδωρ]] Ἀριστ. Πρβλ. 26. 19. | |lstext='''ἐπιχρονίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, διαρκῶ ἐπὶ πολύ, [[ὅταν]] (τὸ θερμὸν) ἐπιχρνίσῃ Ἀριστ. Πρβλ. 24. 2· ἐπικεχρονικὸς [[οἴδημα]], παλαιόν, ἐκ πολλοῦ, χρόνιον, Γαλην.: - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Παθ., ἐπιχρονιζόμενος δὲ (ὁ [[νότος]]) ψυχθεὶς συνίσταται [[μᾶλλον]] εἰς [[ὕδωρ]] Ἀριστ. Πρβλ. 26. 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιχρονίζω]] (Α)<br />[[διαρκώ]] πολύ («[[ὅταν]] [τὸ θερμὸν] ἐπιχρονίσῃ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[ασθένεια]]) [[γίνομαι]] [[χρόνιος]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιχρονίζομαι</i><br /><b>φρ.</b> «ἀὴρ ἐπιχρονιζόμενος ψυχθείς» — [[αέρας]] που κρυώνει όσο περνάει η ώρα, (<b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
A last long, Thphr.Ign.61 ; ὅταν [τὸ θερμὸν] -χρονίσῃ Arist.Pr.936a20 ; ἐπικεχρονικός inveterate, chronic, Gal.11.103:— Pass., ἀὴρ -όμενος ψυχθείς when cooled in course of time, Arist.Pr. 942a33.
German (Pape)
[Seite 1005] lange Zeit dabei zubringen, dauern, Theophr. u. a. Sp. – Med. ἐπιχρονιζόμενος, im Ggstz von ἀρχόμενος, Arist. probl. 26, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχρονίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, διαρκῶ ἐπὶ πολύ, ὅταν (τὸ θερμὸν) ἐπιχρνίσῃ Ἀριστ. Πρβλ. 24. 2· ἐπικεχρονικὸς οἴδημα, παλαιόν, ἐκ πολλοῦ, χρόνιον, Γαλην.: - ὡσαύτως ἐν τῷ Παθ., ἐπιχρονιζόμενος δὲ (ὁ νότος) ψυχθεὶς συνίσταται μᾶλλον εἰς ὕδωρ Ἀριστ. Πρβλ. 26. 19.
Greek Monolingual
ἐπιχρονίζω (Α)
διαρκώ πολύ («ὅταν [τὸ θερμὸν] ἐπιχρονίσῃ», Αριστοτ.)
2. (για ασθένεια) γίνομαι χρόνιος
3. παθ. ἐπιχρονίζομαι
φρ. «ἀὴρ ἐπιχρονιζόμενος ψυχθείς» — αέρας που κρυώνει όσο περνάει η ώρα, (Αριστοτ.).