κατοίομαι: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(6_8) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατοίομαι''': ἔχω οἴησιν, μεγάλην ἰδέαν περὶ [[ἐμαυτοῦ]], Ἑβδ. (Hab. 2. 5), Φίλων 2. 652. | |lstext='''κατοίομαι''': ἔχω οἴησιν, μεγάλην ἰδέαν περὶ [[ἐμαυτοῦ]], Ἑβδ. (Hab. 2. 5), Φίλων 2. 652. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατοίομαι]] (Α)<br />έχω [[οίηση]], έχω [[μεγάλη]] [[ιδέα]] για τον εαυτό μου («ὁ δὲ κατοιόμενος, καὶ [[καταφρονητής]], [[ἀνήρ]] [[ἀλαζών]]», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἴομαι]] «[[νομίζω]], έχω τη [[γνώμη]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be conceited of oneself, LXX Hb.2.5, Ph.Fr.99 H.
German (Pape)
[Seite 1403] (s. οἴομαι), dünkelhafte Meinung von sich haben, LXX; Philo; Suid. erkl. ὁ νομίζων ἑαυτὸν μέγαν καὶ φυσῶν ὑπερηφάνως.
Greek (Liddell-Scott)
κατοίομαι: ἔχω οἴησιν, μεγάλην ἰδέαν περὶ ἐμαυτοῦ, Ἑβδ. (Hab. 2. 5), Φίλων 2. 652.
Greek Monolingual
κατοίομαι (Α)
έχω οίηση, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου («ὁ δὲ κατοιόμενος, καὶ καταφρονητής, ἀνήρ ἀλαζών», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οἴομαι «νομίζω, έχω τη γνώμη»].