εὐάρματος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(SL_1)
(14)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>εὐάρμᾰτος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[splendid]] [[chariot]] [[εὐάρματος]] [[Ἱέρων]] (P. 2.5) εὐάρματον πόλιν [[Cyrene]] (P. 4.7) εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων [[φάος]] (I. 2.17) εὐάρματε Θήβα fr. 195.
|sltr=<b>εὐάρμᾰτος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[splendid]] [[chariot]] [[εὐάρματος]] [[Ἱέρων]] (P. 2.5) εὐάρματον πόλιν [[Cyrene]] (P. 4.7) εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων [[φάος]] (I. 2.17) εὐάρματε Θήβα fr. 195.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐάρματος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νικητής]] στο [[αγώνισμα]] της αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>άρματος</i>, <i>χρυσ</i>-<i>άρματος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάρμᾰτος Medium diacritics: εὐάρματος Low diacritics: ευάρματος Capitals: ΕΥΑΡΜΑΤΟΣ
Transliteration A: euármatos Transliteration B: euarmatos Transliteration C: evarmatos Beta Code: eu)a/rmatos

English (LSJ)

ον, (ἅρμα)

   A with beauteous car, Θήβα S.Ant.845 (lyr.).    2 victorious in the chariot-race, Pi.P.2.5, I.2.17.

German (Pape)

[Seite 1057] glücklich, siegreich im Wettkampf der Wagen, Pind. P. 2, 5 I. 2, 17 u. öfter; Θήβη, mit schönen Wagen, Soph. Ant. 837.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάρμᾰτος: -ον, (ἅρμα) ἔχων καλὰ ἅρματα, Θήβας τ’ εὐαρμάτου ἄλσος Σοφ. Ἀντ. 845. 2) νικητὴς ἐν τῇ ἁρματηλασίᾳ, Πίνδ. Π. 2. 9., Ι. 2. 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux beaux chars.
Étymologie: εὖ, ἅρμα.

English (Slater)

εὐάρμᾰτος, -ον
   1 with splendid chariot εὐάρματος Ἱέρων (P. 2.5) εὐάρματον πόλιν Cyrene (P. 4.7) εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάος (I. 2.17) εὐάρματε Θήβα fr. 195.

Greek Monolingual

εὐάρματος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», Σοφ.)
2. νικητής στο αγώνισμα της αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άρματος (< άρμα), πρβλ. πολυ-άρματος, χρυσ-άρματος].