ληθαργία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6_9) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ληθαργία''': ἡ, ([[λήθαργος]]) [[ὕπνος]] βαθὺς μετ’ ἀναισθησίας, Γαλην. | |lstext='''ληθαργία''': ἡ, ([[λήθαργος]]) [[ὕπνος]] βαθὺς μετ’ ἀναισθησίας, Γαλην. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ληθαργία]]) [[λήθαργος]] (Ι)]<br />[[κατάσταση]] έντονης υπνηλίας με [[θόλωση]] της συνείδησης, [[λήθαργος]], [[νάρκη]], [[βαθύς]] και [[συνεχής]] ύπνος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A drowsiness, Com.Adesp.344 (pl.).
German (Pape)
[Seite 38] ἡ, = λήθαργος 2, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ληθαργία: ἡ, (λήθαργος) ὕπνος βαθὺς μετ’ ἀναισθησίας, Γαλην.
Greek Monolingual
η (Α ληθαργία) λήθαργος (Ι)]
κατάσταση έντονης υπνηλίας με θόλωση της συνείδησης, λήθαργος, νάρκη, βαθύς και συνεχής ύπνος.