λιπασμός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(6_14)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐπασμός''': ὁ, [[ἄλειμμα]], [[ἀλοιφή]], Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμάκ. 14. 2) τὸ πιαίνειν, παχύνειν, [[πάχυνσις]], Ἐκκλ.
|lstext='''λῐπασμός''': ὁ, [[ἄλειμμα]], [[ἀλοιφή]], Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμάκ. 14. 2) τὸ πιαίνειν, παχύνειν, [[πάχυνσις]], Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λιπασμός]]) [[λιπαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για το [[έδαφος]]) [[λίπανση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πάχυνση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επάλειψη]] με [[λίπος]].
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιπασμός Medium diacritics: λιπασμός Low diacritics: λιπασμός Capitals: ΛΙΠΑΣΜΟΣ
Transliteration A: lipasmós Transliteration B: lipasmos Transliteration C: lipasmos Beta Code: lipasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A anointing, Dsc.Alex.14, Paul.Aeg.2.48.

German (Pape)

[Seite 51] ὁ, das Fettmachen, Mästen, Sp., auch Düngen des Landes, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπασμός: ὁ, ἄλειμμα, ἀλοιφή, Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμάκ. 14. 2) τὸ πιαίνειν, παχύνειν, πάχυνσις, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ο (AM λιπασμός) λιπαίνω
νεοελλ.
(για το έδαφος) λίπανση
μσν.-αρχ.
πάχυνση
αρχ.
επάλειψη με λίπος.