ἄκαρτος: Difference between revisions
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[no afeitado]] πώγωνες Ath.211e, <i>Gloss</i>.3.329. | |dgtxt=-ον [[no afeitado]] πώγωνες Ath.211e, <i>Gloss</i>.3.329. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄκαρτος]], -ον (Α)<br />ο [[ακούρευτος]] (αναφέρεται και σε μαλλιά και σε γένια).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>καρτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κείρω]] «[[κουρεύω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (κείρω)
A unshaven, πώγωνες Ath.5.211e; ἀνθρωπάρια Ps.-Callisth.3.8.
German (Pape)
[Seite 69] ungeschoren, πώγων Ath. V, 211 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκαρτος: -ον, (κείρω) μὴ κεκαρμένος, ἀκούρευτος, Ἀθήν. 211Ε.
Spanish (DGE)
-ον no afeitado πώγωνες Ath.211e, Gloss.3.329.
Greek Monolingual
ἄκαρτος, -ον (Α)
ο ακούρευτος (αναφέρεται και σε μαλλιά και σε γένια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καρτὸς < κείρω «κουρεύω»].