ἀναλογισμός: Difference between revisions

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
(big3_4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">I</b> [[proporción]] κατὰ τὸν ἀναλογισμόν proporcionalmente</i> doc. en D.18.106, cf. <i>PRyl</i>.219.8 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[paralelismo]], [[analogía]] δι' ἀναλογισμοῦ ἤ τινος ἀποδείξεως S.E.<i>P</i>.1.147.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[reflexión]], [[razonamiento]] ἀναλογισμὸς ὠμὸν τὸ [[βούλευμα]] καὶ μέγα ἐγνῶσθαι Th.3.36, cf. 8.84, ἐννοησάτω τὸν ἀναλογισμὸν [[αὐτοῦ]] X.<i>HG</i> 5.1.19, ἐκ τῶν τοιούτων ἀναλογισμῶν Plu.2.126f<br /><b class="num">•</b>[[descubrimiento]] ἐς ἀναλογισμὸν τῆς τε [[ἑαυτοῦ]] ἀρετῆς ... ἀφικνούμενος D.C.39.24.4.<br /><b class="num">2</b> lóg. [[razonamiento analógico]] op. ἐπιλογισμός Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.89.36, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.8.9.32.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">I</b> [[proporción]] κατὰ τὸν ἀναλογισμόν proporcionalmente</i> doc. en D.18.106, cf. <i>PRyl</i>.219.8 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[paralelismo]], [[analogía]] δι' ἀναλογισμοῦ ἤ τινος ἀποδείξεως S.E.<i>P</i>.1.147.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[reflexión]], [[razonamiento]] ἀναλογισμὸς ὠμὸν τὸ [[βούλευμα]] καὶ μέγα ἐγνῶσθαι Th.3.36, cf. 8.84, ἐννοησάτω τὸν ἀναλογισμὸν [[αὐτοῦ]] X.<i>HG</i> 5.1.19, ἐκ τῶν τοιούτων ἀναλογισμῶν Plu.2.126f<br /><b class="num">•</b>[[descubrimiento]] ἐς ἀναλογισμὸν τῆς τε [[ἑαυτοῦ]] ἀρετῆς ... ἀφικνούμενος D.C.39.24.4.<br /><b class="num">2</b> lóg. [[razonamiento analógico]] op. ἐπιλογισμός Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.89.36, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.8.9.32.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀναλογισμός]]) [[ἀναλογίζομαι]]<br /><b>1.</b> η εκ νέου [[σκέψη]] για [[κάτι]], [[στοχασμός]], [[ανασκόπηση]], [[αναπόληση]]<br /><b>2.</b> [[υπολογισμός]], [[σκέψη]], [[διαλογισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόφαση]] που στηρίζεται στον αναλογισμό<br /><b>2.</b> [[υπολογισμός]] κατ' [[αναλογία]].
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλογισμός Medium diacritics: ἀναλογισμός Low diacritics: αναλογισμός Capitals: ΑΝΑΛΟΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: analogismós Transliteration B: analogismos Transliteration C: analogismos Beta Code: a)nalogismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A reconsideration, Th.3.36; reckoning, calculation, 8.84; course or line of reasoning, X.HG5.1.19; ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀ. Men.447; opp. ἐπιλογισμός, Stoic.2.89.    2 κατὰ τὸν ἀ. according to proportionate reckoning, Docum. ap. D.18.106; δι' ἀναλογισμοῦ S.E.P.1.147.

German (Pape)

[Seite 196] ὁ, das Ueberrechnen, Ueberlegen, Thuc. 3, 36; der sich darauf gründende Entschluß, Xen. Hell. 5, 1, 19; ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλογισμῷ, Men. bei Or. Gnom. 1, 17; in einem Dokument bei Dem. 18, 106 ist κατὰ ἀναλογισμόν nach Verhältniß, wie κατ' ἀναλογίαν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλογισμός: ὁ, τὸ ἀναλογίζεσθαι μετὰ πλείονος περισκέψεως, τὸ ἀνασκοπεῖν ἐν νέου, Θουκ. 3. 36, πρβλ. 8. 84: - σκέψις, ὑπολογισμός, ἀπόφασις στηριζομένη ἐπὶ ἀναλογισμοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 19· ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλ. Μένανδ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 3. 2) κατὰ τὸν ἀναλογισμόν, κατὰ τὸν ἐξ ἀναλογίας ὑπολογισμόν, παρὰ Δημ. 262. 5· δι’ ἀναλογισμοῦ ἤ τινος ἀποδείξεως Σέξτ. Ἐμπ. Πυρρ. Ὑποτ. 1. 147.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 réflexion ; réexamen, révision, changement d’avis LSJ;
2 raisonnement;
3 proportion.
Étymologie: ἀναλογίζομαι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I proporción κατὰ τὸν ἀναλογισμόν proporcionalmente doc. en D.18.106, cf. PRyl.219.8 (II a.C.)
paralelismo, analogía δι' ἀναλογισμοῦ ἤ τινος ἀποδείξεως S.E.P.1.147.
II 1reflexión, razonamiento ἀναλογισμὸς ὠμὸν τὸ βούλευμα καὶ μέγα ἐγνῶσθαι Th.3.36, cf. 8.84, ἐννοησάτω τὸν ἀναλογισμὸν αὐτοῦ X.HG 5.1.19, ἐκ τῶν τοιούτων ἀναλογισμῶν Plu.2.126f
descubrimiento ἐς ἀναλογισμὸν τῆς τε ἑαυτοῦ ἀρετῆς ... ἀφικνούμενος D.C.39.24.4.
2 lóg. razonamiento analógico op. ἐπιλογισμός Chrysipp.Stoic.2.89.36, cf. Clem.Al.Strom.8.9.32.

Greek Monolingual

ο (Α ἀναλογισμός) ἀναλογίζομαι
1. η εκ νέου σκέψη για κάτι, στοχασμός, ανασκόπηση, αναπόληση
2. υπολογισμός, σκέψη, διαλογισμός
αρχ.
1. απόφαση που στηρίζεται στον αναλογισμό
2. υπολογισμός κατ' αναλογία.