ἀνατλῆναι: Difference between revisions
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(big3_4) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. sigm. ἀνέτλασα Arist.<i>Fr.Lyr</i>.1.10; pres. tard. ἀνατλάω LXX <i>Ib</i>.19.26, <i>Tz.Comm</i>.Ar.1.158.14]<br /><b class="num">1</b> [[soportar]], [[sufrir]], [[aguantar]] κήδε' <i>Od</i>.14.47, ὀϊζύος, ἣν ... ἀνέτλημεν <i>Od</i>.3.104, πολύθρηνον αἰῶν' ... ἀνατλᾶσα A.<i>A</i>.716, παθήματα E.<i>Ph</i>.60, πολλ' ἀνατλάς Ar.<i>Pax</i> 1035, cf. Arist.l.c., πάντα μὲν πόνον X.<i>Cyr</i>.1.2.1, poeta en <i>Tz.Comm</i>.l.c., τὰ προσήκοντα πάθη Pl.<i>Grg</i>.525a, πήματ' A.R.2.179, τὴν ... εἱμαρμένην Pl.<i>Tht</i>.169c, ταῦτα LXX l.c., c. part. ἀνέτλην μογέουσα <i>IUrb.Rom</i>.1311.7 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>νηπενθέως Protag.B 9<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. πατέρα S.<i>OC</i> 239.<br /><b class="num">2</b> [[resistir]], [[ser inmune a]] φάρμακα <i>Od</i>.10.327. | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. sigm. ἀνέτλασα Arist.<i>Fr.Lyr</i>.1.10; pres. tard. ἀνατλάω LXX <i>Ib</i>.19.26, <i>Tz.Comm</i>.Ar.1.158.14]<br /><b class="num">1</b> [[soportar]], [[sufrir]], [[aguantar]] κήδε' <i>Od</i>.14.47, ὀϊζύος, ἣν ... ἀνέτλημεν <i>Od</i>.3.104, πολύθρηνον αἰῶν' ... ἀνατλᾶσα A.<i>A</i>.716, παθήματα E.<i>Ph</i>.60, πολλ' ἀνατλάς Ar.<i>Pax</i> 1035, cf. Arist.l.c., πάντα μὲν πόνον X.<i>Cyr</i>.1.2.1, poeta en <i>Tz.Comm</i>.l.c., τὰ προσήκοντα πάθη Pl.<i>Grg</i>.525a, πήματ' A.R.2.179, τὴν ... εἱμαρμένην Pl.<i>Tht</i>.169c, ταῦτα LXX l.c., c. part. ἀνέτλην μογέουσα <i>IUrb.Rom</i>.1311.7 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>νηπενθέως Protag.B 9<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. πατέρα S.<i>OC</i> 239.<br /><b class="num">2</b> [[resistir]], [[ser inmune a]] φάρμακα <i>Od</i>.10.327. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνατλῆναι]] (Α)<br />απρμφ. του <i>ανέτλην</i> (απαντούν [[επίσης]] οι τύποι <i>ανατλάς</i>, <i>ανατλήσομαι</i>, <i>ανετλάμην</i>)<br />[[εγκαρτερώ]], [[υποφέρω]], [[υπομένω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>τλήναι</i>, απρμφ. αορ. β’ <i>έτλην</i> του ρ. <i>τλώ</i> («[[υποφέρω]]»), το οποίο δεν απαντά σε ενεστ. ([[παρά]] μόνο αργότερα σε μεσαιωνικά πεζά [[κείμενα]]) και αναπληρώνεται από τον πρκμ. <i>τέτλαμεν</i> ή από το [[τολμώ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
inf. of ἀνέτλην, aor. with no pres.: fut. ἀνατλήσομαι: also aor. 1 ἀνέτλησα Orac. ap.Lact.Inst.4:—
A bear up against, endure, κήδε' ἀνέτλης Od.14.47; ὀϊζύος ἣν ἀνέτλημεν 3.104; φάρμακ' ἀνέτλη, i.e. resisted the strength of the magic drink, 10.327; πολύθρηνον αἰῶνα . . ἀνατλᾶσα A.Ag.716; πατέρα . . οὐκ ἀνέτλατε S.OC239, etc.; πόλλ' ἀνατλάς Ar.Pax1035; τὴν εἱμαρμένην Pl.Tht.169c; τὰ προσήκοντα πάθη Id.Grg.525a: c. part., ἀνέτλην μογέουσα IG14.1960.
German (Pape)
[Seite 211] fut. ἀνατλήσομαι, aushalten, vertragen, φάρμακα, den Zaubertrank, Od. 10, 327; 14, 47 κήδεα, 3, 104 ὀιζύν, 16, 205 πολλὰ δ' ἀνατλάς v. l. ἀληθείς; πολύθρηνον αἰῶνα Aesch. Ag. 698 u. sonst; auch in Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατλῆναι: ἀπαρ. τοῦ ἀνέτλην, ἀόρ. ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει: μέλλ. ἀνατλήσομαι, ὑποφέρω τι, ὑπομένω, κήδε’ ἀνέτλης Ὀδ. Ξ. 47· ὀϊζύος, ἣν .. ἀνέτλημεν Γ. 104· οὐδέ τις ἄλλος ἀνὴρ τάδε φάρμακ’ ἀνέτλη, ὅ ἐ. θὰ ἠδύνατο νὰ ἀντίσχῃ εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ μαγικοῦ τούτου ποτοῦ, Κ. 327· πολύθρηνον αἰῶνα .. ἀνατλᾶσα Αἰσχύλ. Ἀγ. 716· πατέρα .. οὐκ ἀνέτλατ’ Σοφ. Ο. Κ. 239, κτλ.· πόλλ’ ἀνατλὰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1035· τὴν εἱμαρμένην Πλάτ. Θεαίτ. 169C· τὰ προσήκοντα πάθη ὁ αὐτ. Γοργ. 525Α· μετὰ μετοχ., ἀνέτλην μογέουσα Συλλ. Ἐπιγρ. 6275· - «ἀνατλῆναι, ὑπομεῖναι» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
inf. de l’ao.2 ἀνέτλην (part. ἀνάτλας, f. ἀνατλήσομαι);
supporter ; οὐκ ἀνατλῆναι SOPH ne pas supporter, avoir horreur de.
Étymologie: ἀνά, τλάω.
English (Autenrieth)
inf. of aor. 2 ἀνέτλην, part. ἀνατλάς: bear up, endure; φάρμακον, ‘withstand,’ Od. 10.327. (Od.)
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. sigm. ἀνέτλασα Arist.Fr.Lyr.1.10; pres. tard. ἀνατλάω LXX Ib.19.26, Tz.Comm.Ar.1.158.14]
1 soportar, sufrir, aguantar κήδε' Od.14.47, ὀϊζύος, ἣν ... ἀνέτλημεν Od.3.104, πολύθρηνον αἰῶν' ... ἀνατλᾶσα A.A.716, παθήματα E.Ph.60, πολλ' ἀνατλάς Ar.Pax 1035, cf. Arist.l.c., πάντα μὲν πόνον X.Cyr.1.2.1, poeta en Tz.Comm.l.c., τὰ προσήκοντα πάθη Pl.Grg.525a, πήματ' A.R.2.179, τὴν ... εἱμαρμένην Pl.Tht.169c, ταῦτα LXX l.c., c. part. ἀνέτλην μογέουσα IUrb.Rom.1311.7 (III d.C.)
•νηπενθέως Protag.B 9
•c. ac. de pers. πατέρα S.OC 239.
2 resistir, ser inmune a φάρμακα Od.10.327.
Greek Monolingual
ἀνατλῆναι (Α)
απρμφ. του ανέτλην (απαντούν επίσης οι τύποι ανατλάς, ανατλήσομαι, ανετλάμην)
εγκαρτερώ, υποφέρω, υπομένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + τλήναι, απρμφ. αορ. β’ έτλην του ρ. τλώ («υποφέρω»), το οποίο δεν απαντά σε ενεστ. (παρά μόνο αργότερα σε μεσαιωνικά πεζά κείμενα) και αναπληρώνεται από τον πρκμ. τέτλαμεν ή από το τολμώ].