ἀργυράγχη: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(big3_6) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ης, ἡ<br />fig. [[mal de la plata]] supuesta enfermedad causada por el soborno, Demad.27, Critol.33, Plu.<i>Dem</i>.25. | |dgtxt=-ης, ἡ<br />fig. [[mal de la plata]] supuesta enfermedad causada por el soborno, Demad.27, Critol.33, Plu.<i>Dem</i>.25. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀργυράγχη]], η (Α)<br />[[λέξη]] που δημιουργήθηκε σκωπτικά κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το [[κυνάγχη]] (για να κατηγορηθεί ο Δημοσθένης ότι δωροδοκήθηκε και δεν παρουσιάστηκε να αγορεύσει με τη [[δικαιολογία]] ότι έπασχε από [[κυνάγχη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> <i>άγχη</i> (μόνο ως β' συνθετ.) <span style="color: red;"><</span> [[άγχω]] «[[σφίγγω]], [[πιέζω]], [[πνίγω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κυνάγχη]], [[λυκάγχη]], [[συνάγχη]], [[χοιράγχη]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (formed after κυνάγχη)
A silver-quinsy, which Demosthenes was said to have, when he abstained from speaking on the plea of quinsy, but really because he was bribed, Demad.Fr.5 S., Plu.Dem.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠράγχη: ἡ, ἐσχηματίσθη σκωπτικῶς κατὰ τὸ κυνάγχη· ἐλέχθη δὲ περὶ τοῦ Δημοσθένους ὅτι δῆθεν ἔνεκα δωροδοκίας προσεποιήθη ὅτι εἶχε συνάγχην καὶ δὲν προσῆλθεν ὅπως ἀγορεύσῃ, «ἀργυράγχη, ὡς Δημάδης σκώπτων Δημοσθένη, συνάγχην λέγοντα εἰλῆφθαι» Πολύδ. Ζ΄, 104, Πλουτ. Δημ. 25.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
litt. « argyrancie », maladie de l’argent.
Étymologie: ἄργυρος, ἄγχω.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
fig. mal de la plata supuesta enfermedad causada por el soborno, Demad.27, Critol.33, Plu.Dem.25.
Greek Monolingual
ἀργυράγχη, η (Α)
λέξη που δημιουργήθηκε σκωπτικά κατ' αναλογία προς το κυνάγχη (για να κατηγορηθεί ο Δημοσθένης ότι δωροδοκήθηκε και δεν παρουσιάστηκε να αγορεύσει με τη δικαιολογία ότι έπασχε από κυνάγχη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + άγχη (μόνο ως β' συνθετ.) < άγχω «σφίγγω, πιέζω, πνίγω» (πρβλ. κυνάγχη, λυκάγχη, συνάγχη, χοιράγχη)].