ἀστραγαλωτός: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀστρᾰγᾰλωτός) -ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[hecho con huesos de taba]] μάστιξ Crates Com.40, Plu.2.1127c, ἱμάς Posidon.57.<br /><b class="num">2</b> [[talar]], [[que llega a los tobillos]] χιτών Thdt.<i>Qu.in</i> 2<i>Re</i>.28 (p.92).<br /><b class="num">II</b> subst. ἀστραγαλωτή, ἡ<br /><b class="num">1</b> bot. n. de una [[planta]] Philum.<i>Ven</i>.7.11, Harp.Astr. en <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(3).150.26.<br /><b class="num">2</b> cierta clase de [[alumbre]] Gal.12.237. | |dgtxt=(ἀστρᾰγᾰλωτός) -ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[hecho con huesos de taba]] μάστιξ Crates Com.40, Plu.2.1127c, ἱμάς Posidon.57.<br /><b class="num">2</b> [[talar]], [[que llega a los tobillos]] χιτών Thdt.<i>Qu.in</i> 2<i>Re</i>.28 (p.92).<br /><b class="num">II</b> subst. ἀστραγαλωτή, ἡ<br /><b class="num">1</b> bot. n. de una [[planta]] Philum.<i>Ven</i>.7.11, Harp.Astr. en <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(3).150.26.<br /><b class="num">2</b> cierta clase de [[alumbre]] Gal.12.237. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀστραγαλωτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> «ἀστραγαλωτὴ [[μάστιξ]]», ή «ἀστραγαλωτὴ [[ἱμάς]]» — [[μαστίγιο]] στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] φυτού<br /><b>3.</b> «αστραγαλωτή [[στυπτηρία]]» — [[είδος]] στύψης (Γαληνός)<br /><b>4.</b> «[[ἀστραγαλωτός]] [[χιτών]]» — αυτός που φθάνει [[μέχρι]] τους αστραγάλους, [[μακρύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A made of ἀστράγαλοι, μάστιξ Crates Com.35, Plu.2.1127c; ἱμάς Posidon.9. II -ωτή, ἡ, name of a plant, Philum. Ven.7.11; dub.in Harp.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).150.26. 2 (sc. στυπτηρία) a kind of alum, Gal.12.237.
German (Pape)
[Seite 377] von Knöcheln, ἱμᾶσιν ἀστραγαλωτοῖς μαστιγοῦσθαι Parthon bei Ath. IV, 153 a, mit Knöcheln durchflochtene Knute, vgl. πολυαστράγαλος. So ἡ ἀστραγαλωτὴ μάστιξ Crates Poll. 10, 54; ohne μάστιξ, dieselbe Knute, Plut. adv. Col. 33 extr., Strafinstrument der Gallier. Vgl. ἀστράγαλος 2).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰγᾰλωτός: -ή, -όν, κατεσκευασμένος ἐξ ἀστραγάλων, ἴδε ἐν λ. ἀστράγαλος IV.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
garni d’osselets.
Étymologie: ἀστράγαλος.
Spanish (DGE)
(ἀστρᾰγᾰλωτός) -ή, -όν
I 1hecho con huesos de taba μάστιξ Crates Com.40, Plu.2.1127c, ἱμάς Posidon.57.
2 talar, que llega a los tobillos χιτών Thdt.Qu.in 2Re.28 (p.92).
II subst. ἀστραγαλωτή, ἡ
1 bot. n. de una planta Philum.Ven.7.11, Harp.Astr. en Cat.Cod.Astr.8(3).150.26.
2 cierta clase de alumbre Gal.12.237.
Greek Monolingual
ἀστραγαλωτός, -ή, -όν (Α)
1. «ἀστραγαλωτὴ μάστιξ», ή «ἀστραγαλωτὴ ἱμάς» — μαστίγιο στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια
2. ονομασία φυτού
3. «αστραγαλωτή στυπτηρία» — είδος στύψης (Γαληνός)
4. «ἀστραγαλωτός χιτών» — αυτός που φθάνει μέχρι τους αστραγάλους, μακρύς.