βατταρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(big3_8)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[balbucear]], [[balbucir]] Hippon.155, Pl.<i>Tht</i>.175d, Cic.<i>Att</i>.119.1, βατταρίζων καὶ ταραττόμενος Luc.<i>ITr</i>.27, βατταρίζων ὥσπερ τὰ παιδία Porph.<i>Hist.Phil</i>.11, cf. D.Chr.11.27, Them.<i>Or</i>.21.252c, Cyr.Al.M.76.1012B, Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. de origen imitativo, quizá rel. c. βάταλος q.u.
|dgtxt=[[balbucear]], [[balbucir]] Hippon.155, Pl.<i>Tht</i>.175d, Cic.<i>Att</i>.119.1, βατταρίζων καὶ ταραττόμενος Luc.<i>ITr</i>.27, βατταρίζων ὥσπερ τὰ παιδία Porph.<i>Hist.Phil</i>.11, cf. D.Chr.11.27, Them.<i>Or</i>.21.252c, Cyr.Al.M.76.1012B, Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. de origen imitativo, quizá rel. c. βάταλος q.u.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[βατταρίζω]])<br />[[τραυλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι [[εκεί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική [[λέξη]] (<b>[[πρβλ]].</b> διπλό -<i>ττ</i>-), που θεωρείται ότι ανάγεται σε <i>bata</i>-, ονοματοποιημένο [[στοιχείο]] που εκφράζει παιδικό [[τραύλισμα]] ή [[έκπληξη]] (<b>[[πρβλ]].</b> και λ. [[βαττολογώ]]). Το [[βατταρίζω]] συσχετίστηκε με το [[βάτταλος]], με [[σύγχυση]] της προφοράς των -<i>λ</i>- και -<i>ρ</i>-. Εξάλλου συγκρίσιμοι [[προς]] το [[βατταρίζω]] τύποι απαντούν και σε άλλες ινδοευρ, γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>balbus</i> «[[τραυλός]]», <i>butubatta</i> «ασήμαντα πράγματα»), ενώ το μτγν. λατ. <i>bat</i>(<i>t</i>)<i>ulus</i> «[[βραδύγλωσσος]]» [[πρέπει]] να αποτελεί [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαττᾰρίζω Medium diacritics: βατταρίζω Low diacritics: βατταρίζω Capitals: ΒΑΤΤΑΡΙΖΩ
Transliteration A: battarízō Transliteration B: battarizō Transliteration C: vattarizo Beta Code: battari/zw

English (LSJ)

onomatop. word,

   A stammer, Hippon.108, Pl.Tht.175d (prob.l.), Cic.Att.6.5.1, Luc.JTr.27.

German (Pape)

[Seite 439] stottern, stammeln, übh. B. A. 30 ἄσημα καὶ ἀδιάρθρωτα διαλέγεσθαι Hipponax bei B. A. 85 u. Sp., z. B. Luc. lup. Trag. 27; vgl. Cic. Att. 6, 5. Die Ableitung von einem stotternden Könige Battus von Cyrene, Her. 4, 155, ist falsch; das Wort ist onomatopoetisch.

Greek (Liddell-Scott)

βαττᾰρίζω: λέξ. ὠνοματοπ., ψελλίζω, τραυλίζω, Ἱππῶν. 108, Λουκ. Δι. Τραγ. 27, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 6. 5. Ἐντεῦθεν βατταρισμός, ὁ, ἄναρθρα λέγειν, ἄναρθρος καὶ ἀδιανόητος ὁμιλία, τραύλισμα· καί, βατταριστής, οῦ, ὁ, ὁ τραυλίζων, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

bredouiller, dire des niaiseries.
Étymologie: βάτταλος.

Spanish (DGE)

balbucear, balbucir Hippon.155, Pl.Tht.175d, Cic.Att.119.1, βατταρίζων καὶ ταραττόμενος Luc.ITr.27, βατταρίζων ὥσπερ τὰ παιδία Porph.Hist.Phil.11, cf. D.Chr.11.27, Them.Or.21.252c, Cyr.Al.M.76.1012B, Hsch.

• Etimología: Prob. de origen imitativo, quizá rel. c. βάταλος q.u.

Greek Monolingual

(AM βατταρίζω)
τραυλίζω
νεοελλ.
περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λέξη (πρβλ. διπλό -ττ-), που θεωρείται ότι ανάγεται σε bata-, ονοματοποιημένο στοιχείο που εκφράζει παιδικό τραύλισμα ή έκπληξη (πρβλ. και λ. βαττολογώ). Το βατταρίζω συσχετίστηκε με το βάτταλος, με σύγχυση της προφοράς των -λ- και -ρ-. Εξάλλου συγκρίσιμοι προς το βατταρίζω τύποι απαντούν και σε άλλες ινδοευρ, γλώσσες (πρβλ. λατ. balbus «τραυλός», butubatta «ασήμαντα πράγματα»), ενώ το μτγν. λατ. bat(t)ulus «βραδύγλωσσος» πρέπει να αποτελεί δάνειο από την Ελληνική].