γάργαρα: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(big3_9)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(γάργᾰρα) -ων, τά<br />[[montón]], [[multitud]] ἀνδρῶν Aristomen.1, ἀνθρώπων Alc.Com.19.3, χρημάτων <i>Trag.Adesp</i>.442.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Forma c. red. impresiva de la r. de [[ἀγείρω]] q.u., rel. c. lat. <i>grex</i>, lituan. <i>gurgulŷs</i> ‘embrollo’.
|dgtxt=(γάργᾰρα) -ων, τά<br />[[montón]], [[multitud]] ἀνδρῶν Aristomen.1, ἀνθρώπων Alc.Com.19.3, χρημάτων <i>Trag.Adesp</i>.442.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Forma c. red. impresiva de la r. de [[ἀγείρω]] q.u., rel. c. lat. <i>grex</i>, lituan. <i>gurgulŷs</i> ‘embrollo’.
}}
{{grml
|mltxt=[[γάργαρα]], τα (Α)<br />ομάδες, παρέες ανθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό που μαρτυρείται μόνον στους κωμικούς ή σε λεξικογράφους. Ανάγεται στην ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>ger</i>-, <i>gere</i>- «[[συνοψίζω]], [[συγκεφαλαιώνω]], [[μαζεύω]], [[συλλέγω]]» και [[πιθανώς]] συνδέεται με τη λ. [[αγείρω]] (<b>[[πρβλ]].</b> λιθ. <i>gurgul</i><i>ӯ</i><i>s</i> «[[σμήνος]] πουλιών», <i>gurguole</i> «[[πλήθος]]», λατ. <i>grex</i> «[[σμήνος]]» <b>κ.λπ.</b>). Τέλος πιθ. να προήλθε από παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[γαργαρίζω]].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γάργᾰρα Medium diacritics: γάργαρα Low diacritics: γάργαρα Capitals: ΓΑΡΓΑΡΑ
Transliteration A: gárgara Transliteration B: gargara Transliteration C: gargara Beta Code: ga/rgara

English (LSJ)

τά,

   A heaps, lots, plenty, ἀνδρῶν Aristomen.1; ἀνθρώπων Alc.Com.19.

German (Pape)

[Seite 475] τά, Haufen, Menge, com. bei Schol. Ar. Ach. 3.

Greek (Liddell-Scott)

γάργᾰρα: τά, πλῆθος, σωρός, ἀφθονία, Ἀριστομ. Βοηθ. 1. Ἀλκαῖ. Κωμ. Κωμῳδ. 1· πρβλ. ψαμμακοσιογάργαρα. (Ἐντεῦθεν γαργαίρω, καὶ πιθ. τὸ ὄρος Γάργαρα, ἴδε Βεργ. Γεωρ. 1. 103).

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
foule remuante ou fourmillante.
Étymologie: DELG terme expressif attesté seul. chez les comiques.

Spanish (DGE)

(γάργᾰρα) -ων, τά
montón, multitud ἀνδρῶν Aristomen.1, ἀνθρώπων Alc.Com.19.3, χρημάτων Trag.Adesp.442.

• Etimología: Forma c. red. impresiva de la r. de ἀγείρω q.u., rel. c. lat. grex, lituan. gurgulŷs ‘embrollo’.

Greek Monolingual

γάργαρα, τα (Α)
ομάδες, παρέες ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό που μαρτυρείται μόνον στους κωμικούς ή σε λεξικογράφους. Ανάγεται στην ινδοευρ. ρίζα ger-, gere- «συνοψίζω, συγκεφαλαιώνω, μαζεύω, συλλέγω» και πιθανώς συνδέεται με τη λ. αγείρω (πρβλ. λιθ. gurgulӯs «σμήνος πουλιών», gurguole «πλήθος», λατ. grex «σμήνος» κ.λπ.). Τέλος πιθ. να προήλθε από παρετυμολογική επίδραση του γαργαρίζω.