γυπιάς: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(γῡπιάς) -άδος [[frecuentado por buitres]] γ. πέτρα A.<i>Supp</i>.796. | |dgtxt=(γῡπιάς) -άδος [[frecuentado por buitres]] γ. πέτρα A.<i>Supp</i>.796. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γυπιάς]] (-[[άδος]]), η (Α)<br />[[βράχος]] που κατοικείται από γύπες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γυψ</i> <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ιαδ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ορεστιάς]], [[ποντιάς]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A vulture-haunted, πέτρα A.Supp.796(lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
γῠπιάς: -άδος, ἡ, ὑπὸ γυπῶν οἰκουμένη, πέτρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 796.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
habité par les vautours.
Étymologie: γύψ.
Spanish (DGE)
(γῡπιάς) -άδος frecuentado por buitres γ. πέτρα A.Supp.796.
Greek Monolingual
γυπιάς (-άδος), η (Α)
βράχος που κατοικείται από γύπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυψ + (επίθημα) -ιαδ- (πρβλ. ορεστιάς, ποντιάς)].