γύναιος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(big3_10)
(8)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. fem. -ίη Mosch.2.45<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[de mujer]], [[mujeril]], [[femenino]] γυναίων [[εἵνεκα]] δώρων por causa de los regalos hechos a una mujer</i>, <i>Od</i>.11.521, 15.247, γυναίων [[εἵνεκα]] φίλτρων por la seducción de una mujer</i> Orph.<i>A</i>.673, ἱμάτιον Iambl.<i>VP</i> 124, Ἰὼ ... φυὴν δ' οὐκ εἶχε γυναίην Mosch.l.c., cf. <i>PSI</i> 944.9 (IV d.C.), Hsch. • DMic.: <i>ku-na-ja</i>.
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. fem. -ίη Mosch.2.45<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[de mujer]], [[mujeril]], [[femenino]] γυναίων [[εἵνεκα]] δώρων por causa de los regalos hechos a una mujer</i>, <i>Od</i>.11.521, 15.247, γυναίων [[εἵνεκα]] φίλτρων por la seducción de una mujer</i> Orph.<i>A</i>.673, ἱμάτιον Iambl.<i>VP</i> 124, Ἰὼ ... φυὴν δ' οὐκ εἶχε γυναίην Mosch.l.c., cf. <i>PSI</i> 944.9 (IV d.C.), Hsch. • DMic.: <i>ku-na-ja</i>.
}}
{{grml
|mltxt=[[γύναιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «γύναια δώρα» — δώρα που δίνονται σε [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[γύναιος]] ([[αντίστοιχος]] μυκην. τ. <i>ku</i>-<i>na</i>-<i>ja</i>) <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γυν</i>-, [[γυνή]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>αιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δείλαιος]], [[μάταιος]]). Κατ' άλλους, [[γύναιος]] <span style="color: red;"><</span> <b>(κλητ.)</b> <i>γύναι</i>].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γύναιος Medium diacritics: γύναιος Low diacritics: γύναιος Capitals: ΓΥΝΑΙΟΣ
Transliteration A: gýnaios Transliteration B: gynaios Transliteration C: gynaios Beta Code: gu/naios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον,

   A = γυναικεῖος, γ. δῶρα presents made to a woman, Od.11.521.15.247; φυὴ γυναίη Mosch.2.45.    II Subst. γύναιον, τό, little woman, term of endearment for a wife, Ar.V.610, Th.792: more freq. in a contemptuous sense, weak woman, And.1.130, etc.; γυναίου πρᾶγυ' ἐποίει D.25.57, cf. Arist.EN1171b10: but simply, = γυνή, Aen.Tact.2.6, D.S.17.24, J.AJ1.12.4, al., Ph.1.99, al., Plu. Pel.9.

German (Pape)

[Seite 511] = γυναικεῖος, weiblich; Hom. zweimal, γυναίων εἵνεκα δώρων Versende Odyss. 11, 521. 15, 247, Weibergeschenke, ob Geschenke an ein Weib, oder von einem Weibe, oder in Bezug auf ein Weib ist aus den Stellen nicht deutlich, vgl. Scholl. und Apollon. Lex. Homer. p. 55, 31.

Greek (Liddell-Scott)

γύναιος: -α, -ον,= γυναικεῖος, γύναια δῶρα, δῶρα παρεχόμενα εἰς γυναῖκα, Ὀδ. Λ. 531, Ο. 247. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., γύναιον, τό, «γυναικοῦλα», λέξις ἀγάπης καὶ στοργῆς ἀποτεινομένη πρὸς σύζυγον, Ἀριστοφ. Σφηξ. 610, Θεσμ. 792·― συχνάκις μετὰ περιφρονητικῆς σημασίας, ἀδύνατος γυνή, Ἀνδοκ. 17. 9, Δημ. 787. 25, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 4·― ἀλλ’ οὐχὶ ἀληθὲς ὑποκοριστ., Λοβ. Παραλ. 305, πρβλ. Διόδ. 17. 24, Πλούτ. Πελοπ. 9.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne une femme : γύναια δῶρα OD présents faits à une femme.
Étymologie: γυνή.

English (Autenrieth)

= γυναικεῖος, δῶρα, Od. 11.521 and Od. 15.247.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): jón. fem. -ίη Mosch.2.45

• Prosodia: [-ῠ-]
de mujer, mujeril, femenino γυναίων εἵνεκα δώρων por causa de los regalos hechos a una mujer, Od.11.521, 15.247, γυναίων εἵνεκα φίλτρων por la seducción de una mujer Orph.A.673, ἱμάτιον Iambl.VP 124, Ἰὼ ... φυὴν δ' οὐκ εἶχε γυναίην Mosch.l.c., cf. PSI 944.9 (IV d.C.), Hsch. • DMic.: ku-na-ja.

Greek Monolingual

γύναιος, -α, -ον (Α)
φρ. «γύναια δώρα» — δώρα που δίνονται σε γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γύναιος (αντίστοιχος μυκην. τ. ku-na-ja) < (θ.) γυν-, γυνή + (επίθημα) -αιος (πρβλ. δείλαιος, μάταιος). Κατ' άλλους, γύναιος < (κλητ.) γύναι].