δαιτρεύω: Difference between revisions
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(big3_10) |
(8) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[repartir]] abs., rel. botín οἱ δὲ ... ἡγήτορες ἄνδρες δαίτρευον <i>Il</i>.11.688, τὰ δ' ἄλλ' ἐς δῆμον ἔδωκε δαιτρεύειν <i>Il</i>.11.705<br /><b class="num">•</b>rel. carne [[trinchar para repartir]] ἂν δὲ συβώτης ἵστατο δαιτρεύσων <i>Od</i>.14.433, δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι καὶ οἰνοχοῆσαι <i>Od</i>.15.323, cf. Timae.152, Babr.106.11, <i>IKios</i> 19.1 (I/II d.C.).<br /><b class="num">2</b> c. ac. compl. dir. [[despiezar]] c. suj. de pers., a un animal para el sacrificio τοὺς δ' ἕταροι ... κόπτον δαίτρευόν τε (βόας) A.R.1.433<br /><b class="num">•</b>[[sacrificar]] ἵππους A.R.2.1176<br /><b class="num">•</b>c. suj. de animales [[desgarrar]] πολλὰ δ' ὀδόντες ὑπὸ στόμα δαιτρεύουσιν Opp.<i>H</i>.2.294, cf. <i>C</i>.2.247, 263, Them.<i>Or</i>.13.171c, de las bacantes ὄφρα μιν ... διὰ στόμα δαιτρεύσωμεν Opp.<i>C</i>.4.307, de comidas antropofágicas, Nonn.<i>D</i>.13.118, en v. pas. (πουλύπους) οὐδὲν ἀμυνόμενος, δαιτρεύεται Opp.<i>H</i>.1.545<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. εἰσόκε σάρκα ... ὑπὸ στόμα δαιτρεύσωνται Opp.<i>H</i>.2.606, ἄρκτοι ... ἐδαιτρεύσαντο (με) γενείοις Nonn.<i>D</i>.5.363. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[repartir]] abs., rel. botín οἱ δὲ ... ἡγήτορες ἄνδρες δαίτρευον <i>Il</i>.11.688, τὰ δ' ἄλλ' ἐς δῆμον ἔδωκε δαιτρεύειν <i>Il</i>.11.705<br /><b class="num">•</b>rel. carne [[trinchar para repartir]] ἂν δὲ συβώτης ἵστατο δαιτρεύσων <i>Od</i>.14.433, δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι καὶ οἰνοχοῆσαι <i>Od</i>.15.323, cf. Timae.152, Babr.106.11, <i>IKios</i> 19.1 (I/II d.C.).<br /><b class="num">2</b> c. ac. compl. dir. [[despiezar]] c. suj. de pers., a un animal para el sacrificio τοὺς δ' ἕταροι ... κόπτον δαίτρευόν τε (βόας) A.R.1.433<br /><b class="num">•</b>[[sacrificar]] ἵππους A.R.2.1176<br /><b class="num">•</b>c. suj. de animales [[desgarrar]] πολλὰ δ' ὀδόντες ὑπὸ στόμα δαιτρεύουσιν Opp.<i>H</i>.2.294, cf. <i>C</i>.2.247, 263, Them.<i>Or</i>.13.171c, de las bacantes ὄφρα μιν ... διὰ στόμα δαιτρεύσωμεν Opp.<i>C</i>.4.307, de comidas antropofágicas, Nonn.<i>D</i>.13.118, en v. pas. (πουλύπους) οὐδὲν ἀμυνόμενος, δαιτρεύεται Opp.<i>H</i>.1.545<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. εἰσόκε σάρκα ... ὑπὸ στόμα δαιτρεύσωνται Opp.<i>H</i>.2.606, ἄρκτοι ... ἐδαιτρεύσαντο (με) γενείοις Nonn.<i>D</i>.5.363. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δαιτρεύω]] (AM) [[δαιτρός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μεταδίδω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[καθιστώ]] κάποιον κοινωνό σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μοιράζω]], [[κόβω]] σε μερίδες το [[κρέας]]<br /><b>2.</b> [[σφάζω]]<br /><b>3.</b> (για άγρια ζώα) [[κατασπαράσσω]], [[καταβροχθίζω]] [[λεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 516] theilen, μερίζω; Beute, Hom. Iliad . 11, 688. 705, vgl. Scholl. 705; Fleisch zerlegen, in Portionen vertheilen u. vorlegen, Od. 14, 433. 15, 323; Sp. D. vom Zerreißen wilder Thiere; vgl. Lehrs. Aristarch. 165; auch im med., Opp. H. 1, 545; schlachten, Nonn. D. 13, 118.
Greek (Liddell-Scott)
δαιτρεύω: (δαιτρός) διαιρῶ, μοιράζω, ἰδίως κόπτω κρέας, δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι, νὰ κόψω καὶ ψήσω, Ὀδ. Ο. 323· ἂν δὲ… ἵστατο δαιτρεύσων, ἵνα κόψῃ, μοιράσῃ, Ξ. 433· τὰ δ’ ἄλλ’ ἐς δῆμον ἔδωκε δαιτρεύειν, νὰ κόψωσιν ὅπως μοιράσωσι μεταξὺ τοῦ λαοῦ, Ἰλ. Λ. 703, πρβλ. 687· ἵππους δαίτρευον, ἐπὶ τῶν Ἀμαζόνων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1176. – Μέσ. ἐν Ὀπ. Ἁλ. 2. 606.
French (Bailly abrégé)
faire des parts ; découper des viandes et distribuer des portions.
Étymologie: δαιτρός.
English (Autenrieth)
(δαιτρός): distribute; esp. of carving meat; of booty, Il. 11.688.
Spanish (DGE)
1 repartir abs., rel. botín οἱ δὲ ... ἡγήτορες ἄνδρες δαίτρευον Il.11.688, τὰ δ' ἄλλ' ἐς δῆμον ἔδωκε δαιτρεύειν Il.11.705
•rel. carne trinchar para repartir ἂν δὲ συβώτης ἵστατο δαιτρεύσων Od.14.433, δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι καὶ οἰνοχοῆσαι Od.15.323, cf. Timae.152, Babr.106.11, IKios 19.1 (I/II d.C.).
2 c. ac. compl. dir. despiezar c. suj. de pers., a un animal para el sacrificio τοὺς δ' ἕταροι ... κόπτον δαίτρευόν τε (βόας) A.R.1.433
•sacrificar ἵππους A.R.2.1176
•c. suj. de animales desgarrar πολλὰ δ' ὀδόντες ὑπὸ στόμα δαιτρεύουσιν Opp.H.2.294, cf. C.2.247, 263, Them.Or.13.171c, de las bacantes ὄφρα μιν ... διὰ στόμα δαιτρεύσωμεν Opp.C.4.307, de comidas antropofágicas, Nonn.D.13.118, en v. pas. (πουλύπους) οὐδὲν ἀμυνόμενος, δαιτρεύεται Opp.H.1.545
•en v. med. mismo sent. εἰσόκε σάρκα ... ὑπὸ στόμα δαιτρεύσωνται Opp.H.2.606, ἄρκτοι ... ἐδαιτρεύσαντο (με) γενείοις Nonn.D.5.363.
Greek Monolingual
δαιτρεύω (AM) δαιτρός
μσν.
μεταδίδω κάτι σε κάποιον, καθιστώ κάποιον κοινωνό σε κάτι
αρχ.
1. μοιράζω, κόβω σε μερίδες το κρέας
2. σφάζω
3. (για άγρια ζώα) κατασπαράσσω, καταβροχθίζω λεία.